장음표시 사용
281쪽
I, 57, 3 προς αὐτὰν ἐναντιουμένοις, Plat. Craiyl. P. 39O E οπως χρη προς α λέγεις ἐναντιουσθαι, Polyb. I 6, I 2, 5 πρὰς τας τοιαύτας ἀποφάσεις εναντιούμεν Os. JενΘεικνύναι Vectum serenSe, et=adicare, de Wre to insorni againSt'. PASS. τῆς περὶ Φρέγελλαν ἐνδειχθείσης συνωμοσίας
δικαστηρίφ τα αδικήματα, Andoc. de mySi . si 8, P. 2, Io παρανομως με ἐνέδειξαν, de S. red. g Ι , P. 2I, 2 7 τον ανδρα τουτον ἐνδεικνύω ὐμῖν σῖτον εἰς τοὐς πολεμίους εισαγαγιντα, Plat. Apol. P. 32 B ετοίμων οντων ἐνδεικνυμαι με, IX P. 856 C παῖ ... ἀνὴρ ... ἐνδεικνύτω ταῖς ἀρχαῖς. JΜΕD. Si. scare to naalcestio vos': ἐνδεικνύμενος τῆ ὁ ειτον κίνδυνον 19 8; παν ὁτιουν ἐνδείκν υσθαι προς εὐνοιαν C. 8 2ενδεῖν illigare. PASS. ε ν δ ε δ ε- μένος devinctus, obstrictus 21 23ενδιδόναιὲ canendi exori lina facere: ἐνεδίδου τόνον μαλακόν 2 I. i n t rans. cedere to give
A. 528; ἐνέστησαν οι πολλοί C. 10 35 , ἐνισταμένους adversarios 5 27. 2. inima nere, instare, ad se to be atliand', begin': ενστάσης τῆς ἡμέρας 111 ; ἐνστάντων των ἀρχαιρεσίων C. 8 8εννεα novem 3 6εντευθεν ande Athereupon : 10 I
282쪽
ἐξαρτῶν suspendere. PASS. ἐξηρτημένον αὐτοῖ πλῆθος C. 62 εξελαυνειν exigo; e 8 8; A. 2
θεῖν 17 15 ἔξεστι licet: εξῆν licebat 15 4 ,
ἐπάγειν adducere to ibring on': πεῖραν ἐπῆγε τοῖς πολλο ις ἀποτροπης C. 8 22; ἐπῆγε μεταβολὴν τοῖς πράγμασι A. 2 12.2Irducere, as errer ἐπαγαγεῖν
λόγος 2 2Iεπαινεῖσθαι επί τινι laudari obamquid A. 123 ἐπαιρειν tolle=Y to raise', Mift': ἐπάρασα τὴν πτέρυγα 17 6. etncitare, infirmare to stirup', excite': 727. C. in s. πάλιν φεύγειν ἐπῆραν αυτόν C. 16 32. PASS. Spiritus sibi suurere, Pyma to be elated ': ἐπῆρτο
283쪽
e πενην γλευσαν : V. S. ἐπιφέρειν
επψxεσθαι 1. a Veri, znPadere: ἐπελθόντες λύκοι C. 11 1 o. 2. Ob γ, et=rvsem e to go theround of ', visit': ἐπελθὼν τὰς πόλεις C. 2 14. 3. SrUzre, tam in re quae in mentem Venit, quam in assectione quae incessit:
near ': παρενυκτέρευον επὶ των
μένειν ἐπὶ των μεμισθωμένων 812. C. gen. Per S. coram, apaud
in addition to', besides': C. 13 3. II. of Condition or
et; ἐφ' vi μεγάλην ἔσχε δόξαν C. 6 13; ἐπὶ το μηδὸν ἀλλότριον
λαβεῖν επαινούμενος A. 1 23 ; ἐπὶ τούτοις μεγαλύνοντος αυτόν C.
ἐσχετλίαζον ίς ἐπὶ δειν vi πάθει C. 1g Io; θριαμβεύειν ἐπι φόνοις τοσούτοις C. 17 43. 3. to denote tiae Condition on whicli: ου ποιων ἐφ οἶς ἔλαβε 1615;
284쪽
C. 17 37. ἐλθέ, a Predi aliquiae A. g 7; χωρεῖν ἐπὶ τὰ
ε πιδεῖν corrunastari, adspicere to look upon', non Sine quadam affectus Vehementioris Significatione. fCf. Philopoem. 18 τι σπεύδεις τὴν πεπρωμένην της 'Κλλάδος ἐπιδεῖν; Pomp. 2I οὐ γαρ ην ου τινος ἐμμανέστερον ὁ ' Ρωμαίων ηράσθη δημος και μαλλον ἐπιθησεν η την αρχην αυθις επιδεῖν εκείνην, Arist. Ach. 11560ν ἔτ' ἐπίδοιμι τευθίδος δεόμενον,
διώκοντες C. 17 9ἐ πικηρυκεύεσθαι caduceatorent
θήσασι ζημίαν ἐπεκήρυξεν 10 39,
285쪽
286쪽
287쪽
εἶχε 21 II; οὐκ ἔχει Ουτω τοαληθές C. 1 35 ; ἐτοίμως ἔχοντος C. 8 2; ημερίτερον ἔσχε C. sa5 ; οὐκ ἀηδῶς εἶχον C. 16 8.
πλέον ἔχειν ετέρου πλεονεξίαν η.A. 1 2 7. vitia attributive rd
'δονή, η, gratia 'pleastare': ἡδονI καὶ χάριτι τῶν πολλῶν C. 9 5. Ivitta prep. in adverbial Sense: καθ' ηδονην ἐγεγόνει τοῖς
288쪽
τ ον κατέγνωσαν C. 3 25 θάπτειν rio honour ivitia
20 I6. PASS. θ απτο μεν vi παρέστησαν 13 27 θαυμάζειν mis ari, Stupere: θαυμαζον των 19 6; θαυμάσασα g 15; οὐ δει θαυμάζειν ει 21 27. admiratione froSequi, observare την δ ιν αυτην ἐθαύμαζον C. 6 2 . PASS. θαυμαζομεν ον 84 θαυμάσιος, όα, ιον, adnairabilis ὁ θαυμάσιον ην 58; θαυμασιωτάτη C. 19
3 , V. S. ἐθέλειν θεραπεία, η, in collective SenSese; vina attendanis': 53oθερα πεύειν conciliare, lenire to conciliate', soothe': θερα
θῆλυς : η θηλεια the semale' Serpent in 117 θηρίον, τό, fera: τα θηρία
289쪽
θριαμβεύειν', friun larer του θριαμβεύσαντος detro Λυσιτα- νων qui D retinas avit de Lusitanis
21 9; μέγα φρονειν καὶ τρόπον τινα θ ριαμβεύειν ἐπὶ φόνοις τοσούτοις C. 17 43 θριαμβικός, ἡ,ον, t; urans alas
θ. ἀνήρ C. 18 4 θριαμpos , H, θριάμβους δύο
ter 's son ' : 17 27 θύειν rena divinant face= e Ato osser sacrifices ': θύσαντos C.
290쪽
στάs consistens in rostris s 25 ; εἰς ἐμφανὸς καταστάς 18 7, καταστὰς κοσμίως C. 16 5. MED. to corne into a certain state ' :εἰς φόβον καθίσταντο C. 12o καθομολογεῖν R despondere tohetroth ': καθωμολογηκα την