장음표시 사용
461쪽
ri σας τον πλουν κατεχθη μεν εἰς Σικελίαν, ουκ εἰς
εν Συρακοωαις, εως χρόνος πολυς ἐγειετο, ἀθυμία ἐμπίπτει και απορία λιη, - μηυε Ἐνθίαν εὐρίσκοι. με; δε εἰς την πατρίδα ανασώζοιτο. Δαγιω οὐν αποπλευσας εκ Σικελίας εἰς Ιταλιαν ανεῖ θειν, κακίῖθεο, εἰ μηδεν εὐρίσκοι των Ο πωμίαν, εἰς 'Εῖεσον πλίυ- σαι πλοῖν δυστυχη. H- δε καὶ οἱ γονεῖς αὐτων και οἱ Ψ εσιοι πάντες ἐν πολλω πινθει ἡσαν, ουτεαγγέλου παρ αυτων α ιγμένου, οπε γραμμάτων. 'Aπεπεμπον δε πανταχῆ τους ἀναζητησοντας. 'IDroMυμίας δε και γήρως ου δυνηθεντε ἀντισχεῖν οι γονεῖς ἐκατέρων, ἐαυτους ἐωγαγον του βίου. Καὶ ο μιεν Ἀβροκόμης νει την ἐπι Jταλίας οδόν.
, ut Alexandriana venit, de lais, quae lacta fit rant, certiorem fecit Rhenaeam; Hippotiaous vero ex navigatione descetust in Siciliani, non Syracusis, sed Tauromenti, quaerebatque occasionem, qua sibi necessaria pararet. Abrocomam, postqtiam diu fuerat Syracusis, moeror & anxietas ingens incessiit, quod nuque Anthiam inveniat, nec se domum lalvum recipiat. Statuit igitur a Sicilia in Italiam transire , ibique, si nihil eOrirna, quae quaerebat. inveniret, Ephesum infelicem navigationem dirigere. Iam diu parentes eorum & mphesi omnes in multo luctu fuerast, nec nilntio nec literis acceptis. Miserant ad perquirenduna ubi ille; cumque ob moerorem & senilun durare non possent parentes utriusque, vitam sint ipsi ademerunt. Dum Abrocomas in Italiam iter faciebat, Leucon
462쪽
U δε Λευκων και η Τίδη, οἱ συνπροῖοι του Ἀβρο- ρου και τῆς Ἀνθίας, τεθνηκότος αυτί. ἐν αάνθωτου δεσπότου, καὶ τον κ ρον ρο δε πολυς) ἐκείνοις καταλιπόντος , δέγνωσαν εἰς ' Eφεσον πλεῖν, ὼς, ἡ δη-ν αυτοῖς των δεσποτων σεσωσμένων , ικανως της κατα την αποδημίαν συμ τορας ara πειραμένοι. Ἐνθίμενοι δε παντα τα αυτων νηι ανηγοπο εις Tu εσον,
καὶ ἡμέραις τε οὐ πολλαῖς ανύσαντες τον πλώῖν ἡκον εἷς 'Ρόδον. Κακίῖ μMόντες, ἔτι ουδέπω μεν Ἀβροκόμης και Ἐνθια σωζοιντο, τεθνηκασι δε αυτων οἱ πα-τελες, διέγνωσαν εις Erin ον - κατελθεῖν' χρόνω δέ τινι ἐκ si γενέσθαι, μέχρις οὐ τι ara' των δεσποτων
'O δε πο οβοσκος, o τὴν Ἀνθίαν ων σαμενος, πόνου διελθόντος ηνάγκα ν αυτην οἰκηματος προεστα- ναι. Και si κοσμησας καλῆ μεν εσθητι, πολλω δεπυσω, ηγεν ως προστησομενην τεγους. II δε με ι-& Rhoda, sodales Abroconiae & Amhiae, cum Xanthi mortuus illis herus hereditatem, quae magna erat, reliquisset, Ephesum redire statuerunt, quasi heri salvi iam essent, ipsi satis laperque aeriana nariam peregre passi. Omnibus navi impositis, Ephesum ituri solvunt. ac paucorum clierum naviMtione Rhodum pervenere; ubi certiores facti , Abrocomam & Anthiam nequaquam salvos esse, ac parentes eorrum mortuos, constituerunt Ephesum non accedere. donec illic aliquantum morati aliquid de heris resciverint. Leno, qui Anthiam emerat, postreirio quaestus gratia prostare coEgit. pulchra veste multoque auro o natam. Dum prostituendam in lustrum jucebat, illa
463쪽
κάλλος δικαίως υβρισμενον, τί γαρ ηψῖν ἀκαίρως παραμενεις; Ἀλλα τί ταῖτα Θρ ω , καὶ οὐχ ευρίσκω τινα μηχ νην , δ' φυλα, την μέχρι νυν σω ρ
συνην τετηρημενην I Tαῶτα λέγουσα ηγετο ἐπι το οἴκημα του πορνοβοσκου, τα μὰν δεομένου Θαρρεῖν, ταδε απειλουντος. U.ς δε ηλθε, καὶ προέστη, πληθος ἐτάρρει των τεθαυμακότων το κάλλος, ο ῖ γε πολλὰ σαν Ποιμοι ἀργύριον κατατίθεσθαι της ἐπιθυμίας.
N δε εν ἀμηχάνω γενομένη κακω, εὐρίσκει τίπην ἀποzυγης. II ει ραν γάρ εις γην, καὶ παρεῖταιτο σωμα, και εμιμεῖτο τους νοσουντας την εκ Θεων
καλουμένην νόσον. Hν δε των παρόντων ελεος μα καὶ φόβος, και του μεν επιθυμεῖν συνουσίας ἀπιίχοντο,
sublata voce eiulans, Eheu me miserami inquit, nonne sat erant praeterita infortunia, vincula, latrones, nisi& ad merendum corpore assi gerer ρ o formam contai meliose inerito habitam, cur eni in remanes intempe-sivat Sed quid ego flens non commentum aliquod molior, quo servatam huc usque pudicitiam custodiam ξHaec dicens ad lenonis stabulum ducebatur, citu nunc bono esse animo hortabatur, nunc addebat minas. Ut venit, &prostitit, multi ritilo confluxit formam mirantium, multique pretium Ithulinis dare parati eram, cum illa, in malo ineluetabili se videns, effugii artem excogitavit. Subito concidit, artus remittiamur languidi ac velut resoluti, imitaturque correptos inocto, quem ceu divinitiis immissit in sacrum & diviniun vocam. Qui aderatat, misericorcia pariter & metu assecti, concumben-
464쪽
Ηεραπευον τρο 'Aνθιαν. 'O πορνοβοσγως συνεις, si κακων ἐγεγόνει, και νομίσας α θως νοσειν την ρην, - ηγεν εὶς την οἰκίαν, και κατεκλινέ τε και Ηεράπιυε. Και ως εδοξεν αυτης γεγονεναι, ἀνεπυνθάνετο την αιτίαν της νόσου. H δε Aνθία, Κοιι πρότερον,ετη, δεσποτα, ειαί, πρός σε εβουλόμην την συμ*ο-
ραν την ἐμην , και διηγησασθαι τα συμβάντα, αλ-λα απεκρυπτον αἰδουμενη ' Hiri δε ουδειν χαλεπον ει νεῖν προς σε, πάντα ηδη μεμαθηκότα τα κατ' ἐμυε. ΓΙαις επι ουσα, ἐν ἐορτν και παννυχίδι αποπλανηθεῖσα τωνεμαυτης, ἡκον πρός τινα τάφον ἀνδρος νεωσει τεθνηκότος κανταυθα ἐῖάνη μοί τις ἀναθορων ἐκ του τάῖου, καὶ κατέχειν ἐπειροῦτο. 'Ε γω δε ἀπέφυγον και ἐβόων.
ἐγίνετο ' ἁφεις δέ με επληξε τε κατα του στηθους,
di desiderio se abstinentes, Anstiae opem ferunt. I. no, quale sibi in retinium acciderit, ituelligens, ac vere aegrotare puellam credens, domum subduxit, depositamque curare instititit. Ubi visa est sui compos iacta, quaerit ab ea morbi causam. Quae, Et alite, ilia xit, fiere, calamitatem tibi meam, & omnia, quae inciderunt, narrare volui, sed prae verecundia celavi; nunc, cum omnium ad me pertinentium certior sis, iam non pudet dicere. Dum essem admodum parvula, ac festum & pervigilium ageretur, a meis evagata. ad tomulum perveni hominis novissime mortui. Ibi quidam mihi e tumulo exsiliens apparia it, qui prehendere conabatur. Aufugi ego clamitans: terrebat hominis adspectus, magis lite vox ingens& atrox. Tandem, ut tu Iuxit, abire nae sivit, ac pectus meum percussit, dicens,
465쪽
και νόσον ταύτην ελεγεν ἐμβεβλ/κέναι. 'Εκεῖδεν ξαμένη αλλοτε αλλως ὐπο DN χῖορας κατέχωμαι. ' λα δεο - ί σου, δεσποτα, μηδεν μοι χαλε- ου γαρ εγω τουτων αιτια. Δυνησην γὰρ με ἀποδόσθαι, και μηδὲν απολέσαι της δοθείσm τιμῆς. Ἐκούσας ο πορνοβοσκος φιατο μεν, συνεγίνωσκε δε αὐτῆ , ὼς ουχ ἐκοων ταυτα πασχου .η μεν ἐθεραπευετο ὼς νοσώυσα παρα τω πορνοβοσκω. V δε 'Aβροκόμης απο της Σικελίας ' επανα - χθεις , κατῆρε μεν εἰς Νουκ ον της etταλίας. Ἐπορία των ἐπιτηδείων ἁμηχανων ο τι ποιησει, τα μενστρωτα περινει την Ἀνθίαν ζητῶν. Αλη γαρ ην αὐτωτου βίου παντος καὶ της πλάνης - ὐπόθεσις. Γη δὲ
πορνοβοσκω θ οῶτον απεμίσ9ωtra τοῖς τους λίθους ἐν γαζομένοις. Και ην αὀτω το εργον επίπονον, οὐ
se hunc mihi morbum immisisse. Exinde me id malum invasit, quod me varie diversis temporibus cruciat. Sed obsecro, here, ne succenseas mihi: non enim hoc factum culpa mea: Verulere me poteris, nec quidquam de pretio perdere. Leno, id aegre ferens, puellae tamen ignovit, utpote non haec libenter passae. Dum illa aegrotans apud lenonem curabatiar, Abr comas Sicilia profectus ad Νuceriam Italiae desertur, inops consilii, quomodo victum quaereret. Primum ci cuire investigando Anthiam, quae illi & vitae univem sae & errorum causa fuerat. Cum eam non inveniret, erat enim puella Tarenti in domo Ienonis, operam suam locavit lapictilis, grave sane opus corpori, IO
466쪽
σπινεβιστο το-οὐδε αὐτον υπ-βάλλειν ἔργοις εὐ- τόνοις η σκληροῖς. Διεκειτο δε πονήρως, και πολλάκις κατοδυρόμενος την αυτου τυχην, Ἱλυ, zησιν, Ἀνθία, ο σος Ἀβροκόμης εργάτης τέχνης πονηρας , και τοσωμα ὐποτεθεικα δουλεία. Και ει μεν έιχόν τινα ε
πιδα ευρησειν σε και τῶ λοιπου συγκαταβιωσατθαι , τουτο παντων Μεινόν με παραμυθοῖτο. Ni νι ἱ τως καγω δυστυός εἰς κενα και ανόνητα πονω, και συ
Mν ουσαν μετ εκείνου καλου, καὶ τον πρωτον εἶναι
durisque laboribus inassueto. Aeger saepe sitas fomtunas depIqrans En, Amilia, dixit, tuus Abrocomas. opifex laboriosissimae artis corpus in servitutem dedi. At si spem saltem haberem, te inveniendi, vivendique tectim quod superest, optimum hoc milii esset solatium. Nunc & ego forsan infelix inanissius & nil profuturas laboribus me macerd, tuque uspiam litteriisti Abroconiae desulerio; credo enim, anime mi, nunqualm nec mortuam te mei oblitam esse. His ille querebatur, labores misere sustinens, dum Tarenti. per somnium Ambiae visus est adesse Ahro- comas: ipsa sibi videbatur dormire cum Abrocoma, formosa cum formoso, idque sibi esse amoris mutui initivin. Tum pulchra quaedam femina visa est Abr
467쪽
λιον οὐν απολεισθαι, και απαλλαγηναι του πονηρου
τουτου βίου, απαλλαγηναι δε της απρεπῶυς τώ ς καὶ ἐπι-zαλους δουλειας. Aβροκόμης μεν γαρ ει - τους ορκους παραβέβηκε, μη οἱ Θεὰ τιμωρησαιντο τουτον, ἴσως ἀνάγκη τι ερογασται' ἐμοὶ δε αποθανειν
Ταυτα ἔλεγε Θρηνουσα, καὶ μηχανην ἐζήτει νε- λευτης. 'O δε Ἱππόθοος ὁ Περίνθιος o τω Ταυρομε-
comam ab ipsa abstratiere; ill te clamante, & nomine se vocante, somnium evanuisse. Confestim larrexit, ac ivera esse, quae viderat, existimans, flens, Heu me in serami inquit, Iahores & omnis generis infortunia patior, consiliaque & aries servandae pinscitiae excog to, dum tu forsan alius forma captus es, Atarocoma, quod mihi insomnia significant. Quid etiamnum vivo cur me dolore conficio λ pulcherrimum certe mori, simul infelici vita, & indecora hacce & periculosa se vitise Iiberari. Ahrocomam, si quid peieravit, non uruciscantur Dii, necessitate sorsan coactum; me vero piis dicam mori omnino decet. εHaec illa cum lacrimis questa, modum quaerebat se interimendi. Interea Hippostolis Perinthius Taur
468쪽
νω τα μεν πρωτα διηγε πονήρως απορία των επιτηδείων. Xρόνου, προῖόντος ηρασθη πρεσβυτις αὐτου, και εγημε τε υ άγκης της κατα την απορίαν την πρεσβύτιν, και ολ ω συγγενόμενος πόνω, αποθανου σης - ς, πλουτον τε δαδεχεται ποῶν και εὐδαι--μονίαν. Πολλὴ μεν οἰκετων παραπομπη, πολλη δετων ἐσί ητων υπαρξις, και σκευων πολυτελεια. Διεγνω δε πλευσαι μεν εἰς Ἱταλίαν, ωνησασθαι δε οἰκετας ωραίους καὶ Θεραπαίνας, και αλλην σκεwων
περιβοών, ἴση γίνοιτ' αν ἀνδρ' εὐδαίμονι. 'Eμεμνητο
δε αεὶ του Ἀβροκόμου, καὶ τόῖτον ανευρειν ηυχετο, περι πολλόῖ ποιουμενος κοινωνησαί τε αὐτω του βιουπαντος και των κτημάτων. Καὶ ο μεν ἐπαναχθεις κατηρεν εἰς qταλίαν εἴπετο δε αὐτω μειρακιον των εἰς Σικελίαν εὐ γεγονότων, Κλεισί ενης τουνομα, και πάντων μετεῖχε των 'Ιπποθόου κτημάτων, καλος ων.
O A πορνοβοσκος, ηδε της Ἀνθίας ὐγιαίνειν δ
mensi statim inopia laboravit: titile, cum clivitem anum quae illum misere amabat, uxorem, inopia coactus, duxisset, illa brevi mortua, divitias & rerum omnium copiana adeptus est. Servoru in naagnus comitatus, naul ta vestis, & lauta & magnifica supellex non deeranti Statuit igitur in Italiam naurgare, servos & ancillas forma luculenta emere, reliquumque cultum parare, qua lem habere viriam hi eatii in deceat. Abrocomam subinde recordatus invenire optabat, id permagni existi- Inans, si vitam omnino & divitias coninaiines cum eo haberet. In Italiam devehitiar, atque una illum e Sicilia .secutus ' ingenuiis ac formosus adolescentillus, Clistheni nomen, fortunarum omnium socius & particeps. Leno, cum Anthia convaluisse iam videreriir, Vena
469쪽
τι καταπλησσεται, και πολλα προς επιπον ελογώ
leni in sortim produxit, & emturis osteri sit; cum forte Hippothous, Tarentum pererrains, pulcitrum quid ad emendum quaerens, Anthiam videt & agnoscit. Percii si illico animum ea res, multaque secum reputabat. Nonne haec eadem puella, quam ego quondam in Ae-
D pto, Anchiali necem ulciscens, fossa obrili iussi cum canibus inclusam 8 Quae transsocinatio λ quomodo se Vata fuit quod e fossa effugium 8 quae inopinata incoluntitas Ilis clims, tu enituriis accedit, atque ac sans: Nostine Aegyptum, puella λ nonne ibi in Iair nes incidisti nonne alitui ibi passa es malum Dic sodes: nana te illic novi. Aegyptum audiens, Anciliati &latronum & fossae memor, suspirans & ingemiscens I
470쪽
αν ποτε ων τυγχάνεις, και λησπαῖς περιπεπτωκα.
Ἐλλα συπως, εἰπε, γν ίζεις τα ἐμα διηγήματας πόθεν δε εδναι Θέλεις ἐμε την δυστυχυ διαβόηταμεν -ο και ενδ ἀα πιπόνθαμεν, αλλά σε οὐ γινώσκω το σύνολον. 'Aκούσας ο Ἱπποθοος, καὶ μαλ- λον, ἐξ ων ελεγεν, ἀναγνωρίσας αὐτην, τότε μεν ἡσυχίαν οῦ γαγεν. U.νησάμενος δε αι et ν παθα τους 'οβοσκῶν ἄγει προς ἐπιπον, και Θαλλύν παρεκε- λευετο, και , οστις ρο, λέγει, καὶ των ἐν Αἰγύπτω γενομενων ἀναμιμνησκει , καὶ τον ἐαυτοῖ πλουτον διηρογειται, καὶ την C ην. N A τεῖτο συγγνωμν ἔχειν, και αυτω ἀπεξηγέῖτο, οτι Ἀγχίαλον ἀπέκτεινε μησωτρονουντα, καὶ τὴν τά ον, καὶ τον Ἐμῖδομον , καὶ την των κυνων πραότητα, και την σωτηρίαν δη- γειται. Κατωκτειρεν αὐτην ό Iππόθοος, καὶ ητις μεν Hippothoum inritetur, halut agnoscens. Et, Multa, imquir, o hospes, quisquis es, in Aegypto passa sum &gravia, incidiqite in latrones. At tu clic, quaeso, quo moclo res meas & me miseram nosti lania qui leni Vulgata mala toleravi, sed nequaquam te novi. His auditis, Hippothous certior omnino factus, tunc quidem nihil addens, enitam a lenone domum atalucit, b noque esse animo iubet, &, quis ipse sit, & quae in Aegupto accideriint, memorat, & opes & fugam naserat. Illa, ut sibi ignoscat, precatur, & a se occisum Ancla talum fatetur, vitium offerentem; ac fossam, Ai Phinornuin, canumque mansuetudinem, effugiumque narrat. Puellae misertus est Hippothous, nec amplius