장음표시 사용
181쪽
pharmacis insecta in naphum etiam appellari reseri ex Isigono Sotion de Aquis ni ira n. p. I 27. Uide etiam Rufum in orarisii Colleci. lnc sic. s. e. 3. Deinde Seholi oriun auctor venenum ephemeron similituis dine nominis salsis pernilitavit eum insecto ephemero; de quo Iocus est classicus Aristotelis H. A. 5. I9. quem exscidpsit Aelianus H. A. s. 43. μοι ηαερον Vocans. Plinius henterobi iundixit. Vide et Ciceronem Tusc. Quaest. I. 8. Diversilm est ἐφήμερον ab Aeliano ui emoratum a. 4. ubi vide notas. U. 2So. Κεῖνο τις ἐνδέειν, Rice. Lorriantis et Paris. In Goeu. libro eadem temo in litiara est perscripta; olim enim aliter legebatur, ideoque haec lectio diibraea si prascripta suerat, quae deinde recentiore manu fuit illata textui. Deinceps περὶ Rice. in Paris prima litera sola exarata fuit a dubio IL'hracio. Nostram lectionem expressit Euleenius. Uulgo est:
κεῖνο ποτὸν δέλται. Diosc. C. S. τοῖο δὲ νο ἐφήμερον λαβολsιν, o ενιοι καλοῖσι κολχικὸν η βολβὸν αγριον, παρακολουθεῖ
μένοις ' τα δ έντος αναδακνοντα. ubi Paulus addita laabet o verba: δια το ἐν Κολχιδι φύεσθαι. Aelius: τοῖς δὲ ἐφ μερον λαβοῖσιν, ον ενιοι κολχικὸν η βολβὸν ἄγριον καλοῖσιν, αυ- θημερὸν ἡ ἀναίρεσις. εσῖι ὀὲ, ώς φασί τινες, και τόδa σύνθετον, οι δὲ ἀπλοῖν λέγουσι τὸ φάρμακον. παρέπετα οἶν τούτοις κνησμὸς ἔλου του σώματος, ως υπὸ σκιὰ νς ν κνίὀνς
μαχον μετα βάρους ἰκανοοῦ. Serthynius e. 6 I. ephemeron potum protinus quidem totum os pria rare facit velut stilla ta-ituiti; postea etiam adurit quasi pipere manducator secundunt haee quoque stomachum mordendo exulcerat. EX quolaeo et ipsa re patet, in Diosc. et Aetio Iegi debere ολου τοῖσ=όματος, ut in onuit etiam Saracenus, et ante euin C. Homsi ann Uar. Lect. I. e. Io. V. 2s I. Κνη ός. Scholia: ἐν μυ τν γεύσει ευθῖς τὰ σω των χειλεων κινεῖ προς κνησμὼν λ απὸ γάλακῖος συκης ν, σκίλης
182쪽
ται τὸ σπεραα eXplicat Galenus. Vide Mercurialis U. Lect. u. c. II. Loeo hoc Nicaiulci male abusus est vesseling ad Herodot. p. 463. V. 254. Φοινί 6. Scholia: την απαλην σάρκα μυρίψωσεν. Glossa G. interi. ἐφλέγμανε. Ρorphyrius de abstin. p. 98. τεμνομενοι, φοινισσόμενοι καιόμενοι. Hinc φοινιγμοὶ dicuntur medicortina, qui fiunt per scillam, allium, et similia. V. 255. Ἐπισχομένοιο. Scholia: καταποθέντα. sed LLOIT. καταποθέντος. Scholia haec ita παραφράζει ἐν δὲ τη καταπόσει ἐσθίον τον Gόμαχον καου δηγμοῖς ικανοῖς παρέχον, βάρος εἰς αυτὸν ἐνίησιν. Recte Emeenius του πιόντος. ApolloniuS I. 47a. η, κώ ἐπισχόμενος πλεῖον δέπας ἀμφοτέρνσι πῖνε. V. 256. ἈναρεπΤόμενον Goeti. et Mosq. Uulgo ἀνερε-Hόμενον. Scholia: άντρευγόμενον τν περιτρίψει. συρμω τηψἔσει κω τν όλευώρ καυσει τον σ=όμαχον έλκωθέντα. Eu-teenius: καταποθὲν μὲν οἶν τὸ φάρμακον τοῖτο τον έόμα-χὸν εὐθὐο εις ελκωσιν τοῖ ανθρωπου φέρει. Male ScholiaeXplicant συρμω; recte Gorraeus: diro vonaitit. Graeci συμ- Μισμοῖς
183쪽
μαισμοῖο Voeant vomitus jejuno stomaeho factos, docente
Mercuriali U. Lect. a. c. 3. V. 257. 'Aποηρυγε. MOsq. απούρυγε. Scholia: ἀπημε- σε οστερ θολερὸν πλύμα απὸ κρεων ἡ μάγειρος ἐκχέαι, τοιοῖτο ρυπαρὸν κα ἔζον. Eadena in paraphrasi sie: επειτα σφοδρῶς αυτὸν καταεισας ἐλκοῖ τοσουτον ἄσῖε ποτὲ μὲν μεῖνομοιον πλύματι κρεων Θολερων, ποτὲ δὲ κω κόπρον προδεναι. Euteonius: ἐμεῖ δ' οἶν πονηρὸν ὁ τοιουτος κω ἴφαιμόν τε ώς ἡόεειεν αν τις χροιας το υδωρ τούτο εἶναι υδωρ πλυθέντων ἐν 'αύτω κρεων ad io) ἔπειτα της Θεραπείαο άφυ Τεριζούσης ἔτι τασιν η χροιὰ δέχεται, κω τῶ προῆὸν διά του Gόματος του πασχοντος αῖμα τοὐντεῖθεν τοῖο ἱρωσι δείκνυται καθαρὸν, πολάκις τε δ' κα των ἐντέρων οIν άφρὸς αὐτω ἀναμεμιγμένος συνέξεισιν, κω τα περιέωματα ομοίως της γασ=ρὸς συν- ναφυρέντα τν ω διὰ του Gόματος πορεύεται. τοσαῖτα μὲνὸν τὸ κολχικὸν κακὰ ἐργάζεται τον πιόντα αυτόν. V. 258. χεύατο. Ita recte Veteres Eest. et libri scripti. Male Horr. et Baini. χεύατα. V. 259. Mεμιασμένα. Scholia: συναποβαλει δὲ κω ηνηὸῖς ἀποπατηματα αφρω8η. Diosc. ἐπισχύοντος δὲ του πίθους κατὰ κοιλίαν φέρεται αἱμαrώδη ξύσαασι μἐμιγμένα. Accuratius Aetius: πάθους κω ευετοι, και κατὰ κοιλίαν φέρονται ete. Scribonius: atque qui iii hiberiant, prinitam ab ore sanguinem ex spinant, deinde ex stomacho critoreniciunt, postea per sellas, et pina abiindantius enndem deliciunt. - λύματα τόκοιο dixit Callimachus in Jovem vectu 17. et Fragm. II 6. νια λύγματα. Sophocles Ajac. versu 665. Ma-Nimus περὶ καταρχων Versu zo4. at μη γασΤέροο ἄκα βάλοις απὸ λύματα πάντα. Aehaeos τα καθάρματα vocare λύματα, monet Pausanias in Arca scis. . . V. 26o. Οὐλα δα. Scholia: ὐγιαέικην. Eutecnius: ἐπειδὰν δέ τις βουληθη τὸν δεινοπαθοῖντα ἰασάσθαι, εκεῖνο ποιείτω.φυῶLα τουτο μὲν δη κοπιέτω ἡ τοιουτος δρυός, τουτο δὲ κομ
184쪽
γοὐ ωβαλὼν μέντοι σω τάλακ' ταῖτα πινέτω τo τάλα. Diost. δρυος των φύλλων η βαλάνων, ε ερτυλεον συν γάλαέι νειν. In Parab. c. I 57. δρυος η φηγου η πρίνου φύλα λειῶσαe δίδου συν γαλακ', - ν ξ πυλον μεν οἴνου. Paulus reinctius: με δοτέον δρυος η των φύλλων η των βαλανων η σιδίων η ἐρπύλ ου αφεψημα συν γάλακ' πίνειν. Aetitis: δο- νεον αὐτοῖς ροιας σιδίων η των φύλ ων αυτοῖς αφέψημα συντάλαέι πίνειν. isti Cornarii versio: qtiet ei foliorum aius lanis una alii nistreorii decoctum cum vino praebeto. v. 26 I. Oui ρη. Scholia: όμου τω καρπω, συν αὐταῖς ταῖς βαλανοις. Sed in Goeti. est βάλοις ακύλοισιν, et in Alarisv ne annotatur varietas ἰσερ . In Paris. ἀκοίλησιν. . 26 I. Ἀκύλοισιν. Hippoerates de Victu salutari p. 48. T. a. ecl. Maelc. α κυλοι καὶ βαλανοι κώ φηγοὶ σΤατικὰ ώμα. ἐφθα δ' ησσον. ubi tamen Codd. βαλανοι δρύῖιοι. Plinius I 6. s. 8. ilicis glans utriusque Mevior ac gracilior, qua In Ho-Πaerils aeylon appellat, eoque nomine a glaiule roboriis distinis guit. Odyssea Κ. I a. παρ δ' ακυλον βάλανόν τ' ἔβαλε. Conistra Galentis Γ. 6. p. 427. τὰς δὲ των πρίνων βαλάνους, ας άκύλουe ονομάζοι/σιν EAZχυες. Plinius Theophrxsti πρῖνου semper ilicem interpretatiar. Vide Theophr. H. P. 3. I 6. Poeta igi- tur li. l. δρυν. φ γου et πρῖνον j unXit. U. 26a. Γλαγος R. Paris. Lorr. Uulgo γλαγον. Deinde βδύλιο Paris. δυδοθa Goeu. Scholia in paraphrasi: βο Θιῖ δὲ τοῖο πεπωκόσι τὸ φαρμακον γάλα ποθὲν ἐναποβεβρεγμένων εἰς aurὸ δρυος φύλων. ποιουσι κω τὰς περι την κεφαλἐν Θαλαψεις η γαλαέος βοείου προσαγωγή. του μὲν πινομένου εἰς κ ρον θερμοῖ, του δὲ ἐν τω couατι τηρουμένου. Seliolia The eriti ad idyll. II. 56. h. l. ita Iaudant: κα συνωδελμαι ἔρντλάγος. v. 263. Ἐρύεει Rice. Meti. Paris. Scholiar αὐrαρ . φαρααχθεὶς τούτου κορεσθείη, κω ἐν πω σΤόματι κατάσχοιὰ Longe aliter Emeentus: ἐπεβαν δὲ ast πληθος μετάσχν τούτου ταλαέος, κω αὐτy προσάγων τν θηλν το Uόμα τοὐ ζώου πινέτω
185쪽
το τάλα. Cum bcholiis facit Aetius: Θαυμασίως δὲ κοιει κώ βο-
σιον γάλα va δαλτον πινόμενον συνεχως κω κατεχομευον ἐν τασῖόυατι, ως αλου μη δώῖσθαι βοηθηματος. Plinius 28. s. 33. de lacte: privatim bubulum his qui colchicum biberint. V. 264. Ἀρηξει Goeta. et Paris Vulgo άρηεοι. Scholia in paraphrasi: βοηθει δὲ και ό βλασῖος του πολυγονου η κά ρ α κατακοπεῖσα κώ si τάλακῖι ἔψηθεῖσα η si ἀποβρέγματι μηλων η κυδωνίων η σ/υπηκων μύρτων η ἐλίκων' αμπέλου εβατου κλάδων. Uides diverso orta ine sententiam poetae memorari. Scholia ad h. l. σο δὲ πολύγονον βοτάνη έσ=ὶν ἔν τε πίνεσθαι ἐντατικη ' η τα ρι α του πολυγονου γάλακ7ι ἐψηθέντα κω κατατριβέντα βοηθεῖ Euteonius: βοηθησειε δ' αν κω τοπολύγονον η βοτάνη κώ αυΘις Uiiviob. αδ οτε) ταυτης τα ριζ α
τουτω, ην ἐψ Θν ταυτα ἐν γαλακb. DIOscorVles: πολυγονου χυλος, η αμπέλου ακρεμονων η βατα. In Parab. πολυγονου χυλος κά ρίζα συν γάλαέι γλυκεῖ, αμπέλου η βAτου χυλον, νκαυλοῖ 'λείους συν υδατι. Aelius: πολυγόνου χυλον η αμπώλου ἔλικας κεκομμένους η βατον α κρεμονων, η μύρτων αφέψημα μεθ' οἴνου. Scribonitas: aluvantur polygoni succo quani plurimo per se poto, vel arido trito pondo librae, dato eum aqua: praemaeerantur aiuem mala cydontii aut vitis capreoli: Asclepiades ap. Galen. χυλος πολυγονου. V. 265. Δη καταψυχθέντα Paris δη etiam Goeti. V. 266. Ἀμπελόεις. Scholia monent dici pro ἀμπιλόεσσας. Euleenius: κω αμπελωνος ἔλικες ωσαύτως ἰασαιντ αν βλαβος ἐναποβραχέντες υδατι. v. a 67. Iσως. Scholia: ομοίως κοῖ τοῖς κλάδους τοῖ
κώ κάέανοι τον φλοιον περιαιρεθεῖσαι, οῦς η λεγομένη Κασώ- να- το της Θεσσαλίας ορος Δόμισέν ποτε. ' Hesyclutis: τέρ- φη, λέπυρα. V. 269. ΚασΛυου Rice. Paris. Lora'. Deinceps Vulgo est ταχυφλοίοιο. In Ricc. est τασυφλοίοιο. UOluit δασυς. quam
186쪽
sim Iectionem hinet Paris et Scholia eXplirant: διότι πιο δηι ό ἐνρόe ἐσΤι φλούς' η το δασὰ προς το σῖρυφνον του λέπους π . Deinde memorant lectionem λαχυφλοίοιο, ντοι nis σῖον φλοιαν 'οντος. Hanc ipsam temonem exhibent Gom. et Lorr. eum it ossa μικροφύλου.
v. amo. Σκύλες. Scholia: νείαειραν σαρκα την ἐσωτάτω
λέγει. ἀμφοτέρους τὰρ τοὐς φλοιοῖς ἀφελέσθαι κελεύει.
νείαιραν οἶν τον ἐνδοτερον περὶ την σάρκα ὐμένα τον Hyύφον, τα λέγει. σκύλος το δέρμα ητοι το ενδυμα, το μύρον καὶ
ε ρον, το δὲ κάλυμμα ἔπερ κατὰ την νείαιραν ἐέὶ σάρκα. περὶ σκύλος, ηγουν περὶ το siδυμα το μέλαν, τουτέλη τε μ σα την ἔκανθαν, ἐκεῖνο φησὶν, ἐψησας δίδου ποιεῖν, σιονεὶ τοπιύφον. Eadem in paraphrasi sic: κα του ἐρπύλου σα φύλα μέντα ἐν α ποβρεγματι των έντοσθίων τον νάρθηκος 3 σαρ. διανῶν βαλάνων κου ποθέντα βοηθεῖ. In GOett. Iibro est ουεν, σκύλοι continuo mistum. Diosc. o των σαρδωνίων βαλάνωνύμην μεσος ώμος choc vocabuIum omiuit Pallius) λαμβανόπινοι μετά τινος των προειρημένων χυλῶν. In Parab. κασανίων τὸ ἀντος λεῖον σὐν οἴνω. Diosc. I. I 26. de Castanea: σῖύφουσι δὲ μάλισΤα OI μεταεῖ της σαρκος κου του λέπους φλοιο . ἡ δὲ σάρξ κω τοῖς φ μερον πεπωκόσιν ἁρμόζει. Reuus: κω κ- νου το ἐντος μεν οἴνου ποθέν. Glossa Gett. interi. οωάζ.. 'σον ἐνδόrερον περὶ τ ν σάρκα ὐμένα τον σώφοντα οἰέεει. An igitur olim h. I. lectiun fuit κέεει 3 Hesycluias: σκύλον, δέρμακώδιοι, οἱ δὲ ράκος κώ τριβώνιον, η δέρμα α ρκΤου, το ρου κω
ege συνεσκυλυμμένον. De castaneis ad h. I. Scholia ita: ρων δὲ κασώνων το μὲν σαρδιανov, το δὲ λίτιμον, το δὲ μαλακον, νε
δὲ Ψυμωλικόν. isti Turiain Is Ad vers. l. I a. eorrigebat Τιμωλι. ωό9; sed recte Casp. Hostinann Uar. Lect. 3. 3O. Ierat γυμνόλοπον. et comparat cum Plinii Manite; de qua ille I S. s. as .arinatiunm spinatae via addit Vincentius) echinato calyce vallum, quod inchoatum glandibus. - Proxima e Pori membram et in
187쪽
liis et in nraemias saporem ni detrahatur, infestat. - Sardilasis eae provenere primum; ideo apud Graecos sardianos balanos appellant; nam dios balanum postea imposuere excellentioribus satu factis. Tarentinae Planae figura, rotundior, quae halanius vocatur, purgabilis maXime et sponte prosiliens. Pura et plana est ex eis et Salariana; Tarentina minus tractabilis, Iaudatior CoreIliana et ex ea facta insitione EtereDna, Plani rubens eortex praefert; triangulis et popularibus nigras, quae coiticae Vocantur. - Ceterae suum pabulo gignuntur seri, pinosa corticis intra nucleos quoqye ruminatione. Idem seiu34. putamine clauduntur nuces, corio castaneae; detrallitur,oe iis; at in mespilis manditur. Dioscor. I. I 45. αι ia σα διαυοὶ βάλανοι, οῦς τινες λόπιμα η κάσΤανα καλοῖσιν η μοτα ηδι de βαλάνους. Ageloebus apud Athenaeum a. p. 54. arbores eastaneas vocari ait ' ω . Ita etiam Galenus de Alim. fa- eult. a. 38. Hemhius: λοπιμα, κάσΤανα, οἱ δε εὐβοῖκα Theophrastus κάρυον εὐβοῖκον et διος βάλανον dixit; distramen quale utrius Pae nominis esse voluerit, obscuriam est. Hippocrates castaneas UOeat κάρυα πλατεα, earlimque memesanas cκι- Ψωναιὰ alvum sistere ait; avellanas contra κάρυα τα σῖρόννυλαvmat. Atque ita Xenophon in ΑDabasi s. 4. 29. κάρυα ταπλατέα, οὐκ εχοντα ὁιαφυην μηδεμίαν VOeavit. Asiaticos suo tempore σαρδιανὰς, et λευκννῶς, a Ioco montis Idae λεῖκαι voeato, dixisse monet Galenus de boni et mali succi cibis e. 4. ubi omniuin deterrimas ait esse τὰς προμηκεις μεν κατὰ τοσχῆμα, παραπλησιας ταῖς των φοινίκων, easque magis in poreotiam quam hominum cibos natas esse. Has vero balanites
Plinii esse statuunt viri dom satis probabiliter. Genus aliquod Hesyehius vocat άσκηρῶν, puto a saeci figura oblonga, ut genus papaveris fuit ποῖτις μηκων. λόπος idem est quod λέποe ;hine verbum λοπῶν de arboribus, cum librum remittunt. Hi noλόωιαον cortex echinatus eas aueae nucis, quem λοπίμου aeώθωνα dixit medicus apud Galenum de Coni p. medic. see. Ioea I. c. I. Hinc γυμνόλοπα vidςnt osse suces illae., quae saeiIocalyce
188쪽
esyee isto eehinato spoliantur aut plane carent ἰ μαλακα autem, quae corium Duelei molle, non durum lignosam vallabent. Aelius Serin. 8. c. 73. memorat' βαλανου κησι νοοῦ φλοιὸν, quein recte Cornarius castaneae coriicem interpr tatur. Nilne ad Poetam revertamiὶr, quem optime inteApretatur Ioetis Diostoridis melliph. Corium enim durum nucleum includens vocat τέρφοe seu Lρφος, item κήλυμμα hue auferri jubet, et tenuem et amaram membranam, quaenuel eum stib corio includit, eximere. Hana vocat σκύλοσΔυον, eamque circumlare ait carnem interkrem seu edrpus nuclei , περιοπαύει νείαιραν σίρκα. sellini ad varietatem rei, quam attinet, δασυφλοίοιο notat hispidum calycem, λαχυφλοίοιο vero notat brevem calycem. Forte ita VυμυΩ-, fgnifieare voluit poeta. Est ex ἐλαχυe voeabulum breviat in.: v. et 7 I. Καρύκοιο Paris qui etiam is a versu 369. καρυαίοιο luinet. Ab ucte Thessaliae aut Ponti Seholia edita elici
Ininis cluesa est. . . . . . . ia 4 vu et
v. ara. Scholia in paraphrasit καὶ ἡ ἐντεριώρο νοῖ ναρθηκος τετριμμένη ποθεῖσαν βοηθεῖ ὁὸ και η όρῖγαδες - λειαμ Θ.Ati. De Origyno nihil poeta. Euleentus: ναρθηκός - ἀ
νενομενν συί αβέσθω κλοπ . Diosc. νάρθηκοι άπαλοῖ es τεριώνης. In Parab. νάρθηκος ἐντεριώνη μεν' dis υ. Alibi medulla seritiae ντρον clicitiir, ignis lentinibus et scintillis setis vanilis apta. I. a
189쪽
u. 273. Schesia sic: τουτέσδε της κλοπης της is Τιω ο τον νάρθηκα, ητοι τον κλέψαντα την κλοπην του κλέπΤου Προμηθέως. κλοπην γὰρ λέγει αυτο το πυρ. Goett. liber habet: της κλοπης τον. νάρθηκα, την ηλοπην του κλέπτου Προμηθέως.
Selioliastes recentior G. addit: οέις νάρθηξ ἀνεδέξατο την κλο- πην, τουτέσ7ι το πυρ της φωρας. Prometheum ignis semina su-ratiam ex eoelo ad homines detulisse servata in semesae medulis a vetus est fabula. Nicandri verba manifesto vitiost levissima opera ha sano, ut Προμηθείριο πυρος ἀνεδέδετο φωρην legam. Utilina syllaba in πυρος caesura fit longa li. I. Hesychius rQωρὰ, κλοπη. Isidoriis Orig. I7. 9. Drilla vocata medulla; nam itum Uarro trassit esse serulae medullam, quam aspri, imJuni graeci vocant. Idem I . littera N. hiltim autem Varro in sgnificare medullam ejus semilae, quam graeci asphodelon voeant. De quo I Vide De ROoy. Spicueg. Ohic. p. 67. v. et 74. Φιλοζωοιο. Scholia: ὀιοτι ἀεὶ ανθεῖ κω οὐδέπω ea φυλο ροεῖ. Ein mus; κω ερπυλος η βοτάνη κω μύρτα
βραχέντα ἴδατι βοηθεῖ του ιε - των υγροὐ λαμβανομένου. In Parab. μυρτων καρπόν. Aelius: μυρτων αφέψημα μεν οινος. Scribonius: myrti baccae aut sdem folia. v. a 76. Κάλυμμα. Glossa GOou. το λέπος της σAης, γουν του καρπου. Scholia in paraphrasi punicum malum omittunt, et pro eo origanum nominant. Sed eadem in polygoni mentione Midant: ν ἐν ἀποβρέγματι μηλων η κυδωνίων
ε έυπτικων μύρτων. Elatecnius; οτε της σβης ἐπι τούτοις αποβρεχθεις, ἐν Mατι συν τοις κλοις φλοιος ωφελεῖν δυνατου.
190쪽
V. 278. Νουσον δὲ κεδασσω e. In his vitium apertum est. Ociossini enina ba et sententiae contrarium. Expectabam νου- σον διακεδδενς. Haesit etiam Zeune Animadv. ad h. I. p. XI. qui malebat νουσημα κεδασσνς.
Paulus habet agau ὁ rις. et recte deinceps ωκίμου. Aesius r
ώκλου σπέρματι, ητοι βασιλικου πνοην εχον. Euleenim: την μὲν γαρ οδμην προσεοικυῖαν τούτω σω ώκίμω δοκεῖ ποθεῖσα δὲ
τραχύνει την γλωτΤαν κά ἐξελκοῖ σφόδρα. Dios rides in hustoria elianaaeleontis nigri: o δὸ μέλας ον ενιοι Ουλοφόνον ναίαν η κννόμαζαν η ώκιμοειδὲς ἐκήλασαν, και αυτος τοῖς φύλοιεσκολύμω δοικε. Unde Plinius 2 a. e. I 8. Uide Salinas. Ho-ΠIOnyni. p. 62. qui tamen non recocilatatur Io ei in Parabit. c. Iso. ubi κίαν interpretatur chamaeleontem nigrum. V. 28 I. Τρηχυνεται. Seholia: την μὲν γλωσσαν οἰδεῖ