장음표시 사용
71쪽
επέρευσαν και κάθισαν μικρον Γανασάνουν, οστε να γεν' τ ἄριστον, εις εὐμα νὰ καθίσουν,
1275 μάδι ἐσυνέτυχαν, εἶπαν καὶ υποθέσεις. μανθάνει γουν o Φλώριος το ποῖ νὰ περπατοῖσιν,ορθὰ νὰ πὰν κατόπισθεν, νὰ μην του λάθ στράτα. το ἄριστον γένετο καθίγυν ι νὰ φὰσι.
128 εις χέρι μαχαιρόπουλον ὁ Φλώριος κράτειε,
εὐθύς ἀπεχαιρέτισαν καὶ την ὁδὸν πάγουν. φθάνου την Αλεξάνδρειαν, λίγον ανασάνουν, καὶ πάλιν ἀπεσώσασιν εις χωρα Βαβυλῶνος, όπου σαν τὰ παλάτια Λαδὲν του βασιλέως.
in νὰ ξενοδόχησες εδῶθεν κορασίδα, νὰ ενι ει κάλλος εὐμορφη καὶ ις την θεωρίαν, ὁμάδι με του ἄρχοντας πλουσιους πραγματευτάδες; λέγει του η ξενοδόχισσα ρο μόνον πραγματευτάδες. 1295 ἀλλα την κόρην ξευρε ἔτι πούλησάν την,κ οσον λογάριν εδωκαν, λον ἐτρίπλασάν το ως ρεσεν τὸν ἀμηρὰν το κάλλος της ραίας. εἰς εν πύργον φθλὸν βαλεν το κοράσιον. ὁ πύργος εναι δυνατος, γύρωθεν χειμάστρον, 1300 χει καὶ καστροφύλακα με προσοχθ νὰ βλέπη εχει καὶ βάγιαις μορφαις της κόρθς συνοδίας, και αρχοντοπουλα πολλὰ δια παραδιάβασε της' μανθανε ταὐτ o Φλώριος. ὁγλήγο ἀπ την λύπην πάλιν συμφερνει, ἀποκρατεῖ, στερε τὸν λογισμόν του.
1305 καὶ δῶρα πλούσια πολλὰ δίδει τὸν ξενοδόχον,
δυο μαύρους συντομώτατους ὰ πετουμῶ ἀέρα, κοὐπαν ἀργυροχρύσωτην με λιθαρομαργάρον,
72쪽
καὶ δακτυλίδια χρυσὰ, αμετρητα δουκὰτα, δια να μεταχειρίζεται καὶ να τον εχ φίλον, διὰ να τον εχ ει θέλημα καθολικὸν δικόν του. 310 φερνει τα δῶρα παρευθύς μετα περιχ ρείας, ευχαριστε τον Φλώριον μὰλλον καὶ προσκυνεῖ τον. Φλώριος το ελεγεν ευθύς τον ξενοδόχοπι in εχης πόθον εἰς εμεν καὶ καθαρὴν φιλίαν,πρὰξιν να 'sisy τίποτες, την κόρην να συντύχω, να δώσος λόγον καὶ βουλὴν το πῶς να δῶ την κόρην, πῶς ν ἀντρανίσω την ριὰν η πῶς να ην συντύχω.κ ὀ ξενοδόχος παρευθύ ούτω ἁπηλογεῖται ' χὰν τον απὸ λόγου μου την κόρην διὰ νὰ γένν,ετοιμος εἶμαι δοῖλός σου θέλω ν σε δουλεύσω. 1320ἀμη απορῶ, ου δύναμαι το τί βουλὴ νὰ δώσω.
ως α σε πῶ τίποτε κι απόκρυφα το κράτειε, και μητε ξενον μητ εδικον την συμβουλην θαρρεσης,
μήπως καὶ μάθy Ἀμηρας καὶ μεν κακοδικήσηκα ζημιωθῶ και την ψυχὴν, χω καὶ ατιμία. 326
μάθε λοιπὸν το φηλωμα το πῶς εστιν του πύργου καὶ πῶς τον συνείργησεν κεῖνος ὁ τεχνίτης. το φος ἄνω νεβασεν ὀργυίας νενήντα, TO πλάτος γαρ το σωθεν τριάκοντα ὀργυίας, το πάχος του τοιχίου του ὀργυίαις εἶναι δέκα. εμορφος ενι ξαίρετος λάμπει απὸ μακρόθεν, ς οἱ προμαχῶνες γύρωθεν με την χρυσην TV φηφ V- καὶ καθιστα πανεμορφους χρυσοὐς U OφεγγιT V, καιέπο μεσα στοριστὰ λαβούριν καὶ χρυσάφιν με τὰς καμάρας τὰς χρυσὰς με αργυρὰς κανδήλας, καὶ πὰσαν νύκτα βλεπουν τον χίλιοι καβαλλάροι, ἁρματωμένοι δυνατὰ τον πύργον τριγυρίζουν. ἄν ς τον πύργον στέκεται φυσκίν' ραιωμένη.
ενα βρυσίτω καὶ νερὸν καὶ του νεροὶ χάρις,
5ταν εβγαίν αυγερινὸς και η αὐγη χαρ ita, ὁταν τα ρόδα τὰ τερπνὰ μυροδοτοὐν τον κόσμον,
73쪽
κόνει ἡ κόρη του νεροῖ, εγγίζει 'ς τὴν φυσκίναν. και του Ῥολὴ νέργεια - εναι δίχα δόλου, καθάριον εναι το νερὸν Δ κρύσταλλον καὶ χιόνι εἰ δ' χει δόλον τίποτε καὶ παρθενιὰν Ου εχει, θολονεται, ταράσσεται καὶ γίνεται. βοὐλκος, και παρευθύς γνωρίζεται,4 κόρη αἰτίαν εχει. καστελάνος πάντοτε τον βλέπει την μέραν,εις γνώμην θοριόπρακτος, ω λβσταρχος ἡθν πρῆξιν, κακώδυνος, ανήμερος, φιλιὰν ου θέλει φίλου, ἀνελεήμων ἄνθρωπος, διάβολος ' τὴν πρῆξιν.
και ἄνθρωπος αν εγεθ ποσῶς, όπου να 'γγί κα μονον με το δάκτυλον το τοίχομα του πύργου, εὐθυς θ Πρας σύντομα κόπτει τὴν κεφαλήν του. εχε καὶ ἄλλο εθιμον, Φλώριε, ὁ καστελάνος, οὐτον ποθεῖ, επιθυμα κι λιγωρα καθόλου, καὶ το παιγνίδι αγαπῆ να παίω καθ' , μέραν, να ποῖκες τρόπον, Φλώριε, α παῖξες με εκεῖνον, να δωκε δῶρα προ αυτὸν, φίλον να τον εποικες, ἀλλάχη τρόπον τίποτε νά ποικεν εις σέναν ακούει αὐτ ὁ Φλώριος τους δικούς του κράζει. του ἄρχοντά του εμάγξεν, κι ει τὴν βουλὴν κάτσαν.
ρήξεύρετ το, ἄρχοντες 'ς o πύργον θέλω πάγει, ὁπου χει τὴν πόλλ' αγαπῶ εσωθεν κλειδωμένην.κα δια τὴν ἀγάπην της τον πύργον ὰ κρατήσω, να πλωσω καὶ τα χέρια μου καὶ νὰ τὴν περιλάβω, και τότε το κεφάλι μου ας κόψ y όπου το βλέπει. υτι συχνοδαμάζει με ὁ πόθος της ραίας, εγῶ εις τὴν ἀγάπην της σεμβαίνει με ασθένεια.
κ χερογλύκυν της νομα θέλω ψυχομαχήση, τον ἄγγελον, τον θέλω δει, κείνη θέλει ομοιάζει, το νομάν της θέλω δεῖ καὶ θέλω φυχήση.
ἐγὼ. εις την ἀγάπην της θέλω φυχομαχήση, κ' ει το γλυκύν της , νομα σεμβαίνει με σθένεια. I 37 a very guri0us line.
74쪽
κια καστελάνος ἄνθρωπον βλέπει καβαλλύρην. 380
ε σπαθόνει σύντομα τον Φλώριον λάλει εἰπε, εἰπε με, ἄνθρωπε, εκ ποίας χώρας εἶσαι, ηλθες με τάλμην εγγιστα 'ς ον πύργον ον προσεχω.κ αν λειπεν, τι θωρῶ ἄνθρωπον χωρὶς ἄρμα, κοφT TO κεφάλιν σου, παιρνα την ζωήν σου ' 385
ὀ Φλώριος ως φρονιμος αὐτὸν ἀπηλογήθη
Ἀαστελ νε ἄρχοντα, κακον μηδεν με ποίσύς. πρῶτον δε- ερώτησε το τί ψαι καὶ πόθεν, καὶ τί δουλειαῖς χω δῶ καὶ τί 'ναι το υρεύω.εὰν γυρεύω δίκαια, τίποτε μη με ποίσης 390 ε δε υρεύω ἄδικα, κόφε την κεφαλήν μου. κρατεῖ, ἁπλόνει το ευθύς, πιάνει το εκ χεριν,ανερωτα τον λέγει τον ' ' πόσε καὶ πόθεν ερχη, καὶ χώρας ποίας ποταπης καὶ γενεὰς υπάρχεις ἰδοῖλος τινος εὐγενικολαπὸ τῶν μεγιστάνων V I395κια Φλώριος το ελεγεν εὐθύς τον καστο VO ' δοῖλος ποτε ου γέγονα, αὐθέντην ο γινώσκω, οὐδε παιδόπουλόν τινος καβαλλαριοῖ ὐπάρχω J. Ola κ αν μαι, σύντομα νομίζω ν το μάθης.
ἄνθρωπος ξενος ἀπ' ὀλεῖμαι καὶ ξενιτεύθην. 1400
ηλθα, να δῶ τον θαυμαστὸν πύργον, τον φυλάγεις,οτι- ά τον ὀρεχθικὸν πάντοτε πεθύμουν, Ἱλθα, να δῶ δῶ ν ὀρεχθῶ να ποίσω σὰν αὐτοῖνον. οὐδεν θελησα ποσῶς να στείλω ἄνθρωπόν μου, ει μη να δοῖν τα μάτια μου, να ὀρεκτ9 φυχη μου
μ την ἀληθειαν, κύρις μου, το παινος οὐ πύργου. θεμελιωτος, πανεύμορφος, πολλά ναι τεχνημενος.
75쪽
καστύλανος παρευθὼς ἀκουσας τέτοιου λόγους καταλαμβάνει παρευθύς, τι εἶναι βασιλέας 11l pro σολτάνου απόκομμα δε τέκνον μεγιστάνων. ποσῶς Ουδὸν θέλησεν λόγον να φανερώσy,κ Φλώριος συντεχνικῶς λέγει τον καστελάνον αν χρyζεις δια μετεωρισμὸν να παίξωμεν ἀντάμας κι μαστελάνος βλέπει τον, θν θεωριὰν την εἶχεν, 14l ευθύς σουσουμοιάζει τον μετὰ της Πλατ αφλώρας,
ἀλλα διατὶ παρομοιοῖς την κόρην Πλατ αφλώρη, 1420 θέλω δια την ἀγάπην σου να σε φιλοτιμVσω. θέλ- εις παραδιαβασμὸν να παίξωμεν ἀντάμα
οριγι προς τα τέκνα καὶ ις τους ποταγούς του
το ορισμον του πλήρωσαν και σύντομα το φέρνουν.1125 ὁ Φλώριος παίζει το ταυλὶ μετὰ του καστελάνου. παιγυν ι δυο κι νίκησεν ὁ Φλώριος εν κέρδει, δύο χιλιάδες στάμενα κερδεῖ τον καστEλάνον.
ἀπο την κάκην ερριφεν α ζάρια μακρόθεν. 1430- ὁ Φλώριορῶς φρόνιμος βούλεται να τον OBPφιλο εγκάρδιον της φυχῆς, μυστῆριον της αγάπης,
δίδει τον τα ενίκησεν, καὶ δίδει τον καὶ πλέα. κι μαστελάνος, ο να δὴ πολλὰ καλὸν του 'φάνθ, τον πλοῖτον παράλαβε καὶ μυριευχαριστεῖ τον,1 135 και λεγε προ τον Φλώρωπι ἄκουσον, τί σε λέγω. εγω απ το σημερον φίλον να σε βαστάσω, τουτην την Βαβυλώνια να σε αναγνωρίσω και ἄρχον πρῶτον ευγενῆ καὶ μέγαν μεγιστάνων. ὁμως σπερα εφτασε θέλει να παγαίνο1110 κι απὸ την τόσην την χαρὰν, την ἐχεν ῆ καρδία, ἀπο το χεριν τον κρατεῖ, ἀποχαιρέτισέν τον
76쪽
'ἀφίνω 'ειὰν αὐθέντη μου εχ γην μεγάλην,οτι, μα την ἀλήθειαν, σαις πικριαῖς αν ἐχα, ολας με τὰς λάφρυνας, φυγαν απὸ μένας, διότι μ' εμεν θελησε μικρον περιδιαβάσαι. V 446 καστελ νος αγαπῆ, πολλὰ ποθει τα δῶρα. καὶ τον κῶλεσεν πρωὶ να φὼσιν εις TO σπιτι 'Ρ καὶ μ' γενβ παρήκοος πάλιν παρακαλῶ σε. ὁ Φλώριος το κάλεσμα μετα χαρὰς O δεχθην, καὶ λεγε τον ' Ρ μετα χαρὰ τον ὁρισμόν σου ψαι 1460πάγω 'ς το ξενοδόχειον να ναπαυτῶ την νυκTαν, να διορθώσω την συνοδιὰν την χω μετ' εμενα
καὶ αἴριον ξημέρωμα να φάγωμεν α τοῦ
καὶ να περιδιαβάσωμεν πάλιν ει το παιγνίδιν.
Πῆγεν 'ς το ξενοδόχειον που σαν οἱ ἄρχοντες του I466
εχάραξ η ἀνατολη, τρεχε το φῶς παντοθεν. 466κ- λικεύει ὁ Φλώριος, ' τον πύργον καταβαίνει.
ηλθεν φῶρα, γεύτησαν μετὰ χαρὰς μεγαλης,κ ἀφ τις ἀποφάγασιν, χαρίσματα τον δίδει, Φλώριος χάρισεν δῶρα τον καστελμνον,κ0ῖπα ὀρθην ὀλόχρυσην, γεμάτην τα δουκῆτα, 1475
77쪽
κουπαν μεγίλην θαυμαστην, νὰ πρέπβ βασιλεα.κι ὁ καστύλάνος το να δ' o χάρισμα το τοσον, κρατεῖ το ξενοχάραγον, καθολου το θαυμαζει. λέγει o τί σε δού λευσα, να με χαρίως τοσα, τόσον λογάριν ἄμετρον καὶ πλοῖτον ου oλίγον; καὶ παρευθύς ὁ Φλώριος-ύτως τον ἀπεκρίθη εὰν εχν πόθον εις εμεν, φιλιὰν στερεωμένην,εχεις καὶ τρόπον καὶ βουλ0 δουλειὰν ν με δουλευσyς. κάρβουν γέμω 'ς την καρδιάπι δυνασαι να τα σβύσβς. κι ὁ καστελάνος παρευθὼς τὸν Φλώριον λάλει ει τι ορίζεις, αν δύναμαι, εχ να σε δουλεύσω, κιῶ δοὐλός σου,κλίθθκα, ο ρ' ις α πληρώσω. πίλιν αυτον ὁ Φλώριος εὐτεχνθ συντυχαίνει'
Ἀπεὶ γὰρ φίλος εις μὲν γίνεσα αφιερωμενος, ἀφιερῶ σε μ ορκον σου, ἄδολος φίλος νά σαι, εἴ τι θαρρεσω ὰ- ειπω ν το πληροῖς. φίλος,
το πόθον καὶ τα επαθεν, ε τὰς αρχὰς τα λέγει,τVν συμφορὰν την επαθεν, μολογεῖ τα ὁλα. io θου γενομην δουλευθεὶς καὶ δοὐλος V αγάπης,κ εις την καρδιά μου σέβασα πόθον φρικτὸν και μέγαν,
ανθρώπους ξενίτευσα του ἄρχοντας, τους βλέπεις, τοπους περιπατήσαμεν αδήλους κι ἀγνωριστους, χωραις καὶ τυπους καὶ βουνα λιβάδια, ποταμιῶνες,
καὶ παραδείραμεν πολλὰ, ν ελθωμεν ενθάδε.τώρα ἐπακουμπίσαμεν , τὰ χέρια σου, αὐθέντη, κιίταν το κύστρον εἴδαμεν δῶ την Βαβυλῶνα,
78쪽
OT πατρίδαν φηκα καὶ βασιλειὰν καὶ στέμμαν 1620κ ἄρχοντας συνοικήτορας καὶ φίλους καὶ γνωρίμους
καὶ βασιλεια καὶ ξουσι καὶ παρρησια ης πάνιας. καὶ μονον οὐτο το ποθῶ καὶ το ἀναγυρεύω, TO πόθον καὶ ἀσχολησιν την εις την Πλατ αφλώρα Ib26Tωρα εις σενα φιλε μου, προδίδω τὸ κορμί μου ἐσυ αὐθεντη δυνασα ζήσβ καὶ ἀπολέσβς. παρακαλῶ σε, διάλεξε το κάλλιον εὐτα δύο. ἀδιάκριτον μηδὲν γενm ς ἐμὸν τον ξενωμένον,
ας ἴδω την λαμπρότητα της λιογεναμένης, μη στερευθῶ δια ποθον της φυχη απὸ τὸ σῶμα. κι μαστελάνος παρευθος νόμαξεν κα φρίττει, κι ως ξένος εὐτον λογισμὸν γίνετον αὐτίκα, 636 ἰδὼν τοιοὐτον ζήτημα ὁτι α οὐ OTVσβ. δμως τον λέγει Φλώριε, πιόρκον α σε δώσω,
καὶ ἄφορὴν ὁρκωμῖσιὰν την συνταγην οὐ φεύγω. οὐκ ἁποφεύγω τ ῶμοσα ' θαρρῶ ν τὸ πληρώσω.Oπόταν amet κίνδυνον φίλ0 δια φίλον πάσχει, 1640εκεῖνον εχ ἀληθινον, ὁτι α πρέπει φίλος. ὁταν δ' εἰς εὐκολίαν τε τάχα συντρέχει ὁ φίλος, δια οὐ καιροὐ τὸ εἴκολον πάσχει δια φιλίαν,
79쪽
ου εναι φίλος γνώριμος, μη γένοιτο ς τον κόσμον, 151 τώρα καλὰ το γνώρισε, τώρα βεβαιόνεσαί-o. αναύσω το κεφάλι μου τελειῶς ἀπ το κορμί μου, τ ν Πλατ αφμώρα βουλομαι τελειω διορθωσω,
νὰ πάσχει θν συνείδVσιν, τον λογισμον ὰ θλίβει, 155 καὶ Ρὰ δειλιάζει ἀπο καρδιὰς, την ὁ λιν το εχασεν.κ ἀπο τ χεριν τον κρατεῖ καὶ ἄκου τί τὸν λέγει Oλώριε, τί δειλοσκοπας καὶ τί δειλίαν εχεις εγὼ τ' στράταν καὶ ου πλην-γὼ ν σὲ τ' μάθω, το πῶς νὰ ' δ' την λυγερθν καὶ πῶς νὰ τ' συντύχyς. 1560 καιρος εγγίζει τολμαῖοὐ, συκονταίνει τὸ πάσχα, ἡ σχόλη τῶν καβα λαριῶπι πλατυναν τὰ oδα. την γῆν ρόδα γεμίζουσιν καὶ λούλουδα τὰ πάντα ολ φουντολουλουδίρουν, γεμίζουσιν τὰ ἄνθ' καθ' εν χρόνον συνηθριον τὰ ἄνθη νὰ συνάγυν 1505 μαζόνουν τα ἀπο π του, τον ἀμηρὰν τὰ φέρνουν. ἀπότι κρίνων ρόδων τε καὶ τριανταφυ λάκια, ολα τα τέ λει ὁ ἀμηρὰς τὰς εὐγενὰς κείνας. τα ἄνθη γαρ συνάγυσιν, βάνουν τα 'ς τὰ κοφίνια, τον ἀμθρὰν τὰ φέρνουσιν καὶ βάνουν τα μπρός του.
ὁποιον χρειαστ' Ἀμηρὰς νὰ πύρ' διὰ φιλίαν,
και ὁλ, ὁσα πομείνουσιν - πεμη ' τὰς γυναῖκας, κατὰ λεπτον της καθεμιῆς, ῶς πρέπει καὶ ἁρμόζει. Ἐλθεν μέρα, σύμωσεν το πάσχα καὶ σχόλη,
1575 τὰ ἄνθ εσυνάχθησαν, τὰ ρόδα, ὁθεν ησαν.