Bucolicorum Graecorum Theocriti Bionis, Moschi reliquae accedentibus incertorum idylliis

발행: 1859년

분량: 634페이지

출처: archive.org

분류: 미분류

241쪽

πριάδου δηλονότι. ς κακουργου λοιδορεῖ ντος τουτου τοὐδ μου. - Αλλως Κακοχράσμων γαρ ὁ ταῶρος ο δῆμος - αντὶ το κακος ει χρῆσιν η γαρ τάχα κερα- τιστης τοίτο δέ φησι δια το εινα αυτὸν λεπτόν δηλονότι τον αὐρονJ. - Κακοχράσμων δύστροπος, δυσχρηστος,δDGάρεστος. P.)Rec. 'D Λεπτὸς με χλταίρος Gen.' λειπόσαρκος καὶ ο ταὐρος ο πυρρός. εἴθε τοιόνδε λάχοιεν οἱ δημόται οτου Λαμπριάδου, γουν οἱ απὸ οὐ Λαμπριάδου καταγόμενοι, οτε θύουσι ρπιρα, να δηλονότι μη προσδεχθὴ αυτῶν η θυσία π των φυλετῶν καὶ ζημιωθῶσι. κακοχράσμων γαρ ὁ δῆμος, γουν κακὸς εἰς το χρῆσθαι αὐτω τινά. Gon' lips.)Vs. 23. 5 et E ς στομάλιμνον τὰς εἰς θάλασσαν ἐστομωμε- νας λίμνας οὐτω φασί, τοὐτο-ην στομα λίμνης περ την Κρότωνα. καὶ την ἐν ροία δὲ στομαλίμνην πιθανὸν δια

μεο δηλονότι ὀνομα δὲ ὀρους ὁ Φυσκος. Vet. Εστε τα Φύσκου τουτ δὲ λέγει ς οὐ Φύσκου δρους νομὰς πιτηδείας τοῖς βουσὶν ἔχοντος. - Τα

α Πονηρός, δυστροπος. c. πονηρός. 5 κακοήθης. 2. πονηρός, κακοῖς χρωμενος. M. δύσκολος, δυσχερής. . κακοτροπος. . .

Geny on . . . et sori. b. in uno verba nsque ad eos sero ut iii 3. 4. legi tra luntur. - φησι 3. 4. P. Gen l7 Circumscripta m. c. . . .

Ain τοπιτ δε λέγει. 22 Tov ταφυ- σκου h. a Sonol in Gon' legitur ante soliol. Κακοχράσμων γὰρ ὁ ταὼρo lin. 4. Ac hune locunt recto retulit Adortus.

242쪽

πιρα το ιό ντε: ἰστεον τι νομὰς ειχεν ουτος ὁ τόπος --σὶν ἐπιτηδειοτάτας. Gen' Vs. 24. Vet. Τον Νήαιθον Νήαιθος ποταμος Κρότωνος. νό- μασται δε παρ οσον ἐν αυτ νῆάς ποτε συνέβη κατα- σι Ἐλληνικάς φασι. c. Ποταμος ὁ Νήαιθος ἀνομάσθη δε ολω φασίν.ῖτι ἐν αυτ νηες κά σαν Ἐλληνικαί. Boria Gen. ILipS. - Νήαιθος ποταμος περὶ τον Κρότωνα, που σι ρωικάν γυναικες ἔκαυσαν τὰς Ελληνικὰς να- ῶστ α μη χοντες οἱ κύριοι αυτῶν ἐκεῖ κατοικήσωσι καὶ αὐτὰς ἔχωσι γυνακας. Borb.)Vs. 25.

Vet. Αἰγίπυρος εστιν ακανθῶδες φυτόν, εἰδος ι βοτάνης τό δε φύλλον χει πλατ ῶσπερ φακός εστι δὲ γλαυκίζουσα, ις ελκη φλεγμαίνοντα ἀγαθη. - Και κνυζa κόνυζα φυτὸν χορτῶδες, ο ι Θεσμοφοριάζουσαι διὰ ς' άγνείαν στιβαδοποιοὐνται δοκεῖ γαρ η βοτάνη φυκτικὴ μαἐπέχειν τὰς προς συνουσίαν ρεξεις. νόμος γαρ ην -- 2 ναίοις κατ' ἔτος τελεῖν τα Θεσμοφόρια. εἰσὶ δε τὰ Θεσμοφόρια p. τοιαὐτα παρθένοι γενναῖαι καὶ τον βίον σεμναὶ κατὰ την μέραν της τελετῆς τὰς νομίμους βίβλους καὶ ιερὰς ώς ἐδόκει τοῖς θηναίοις, p. υπὲρ των κορυφῶν αυτῶν ἀνε- 23 Eι το στόμα ῆς λίμνης. 5. - Στο μάλ mi: ἰδιω25 λίμνας. Μαλιμνον:J ορος. . . - Εἰς τὰ μέρη,

243쪽

τίθεσαν και σαν. λιτανεύουσαι ἀπηρχοντο εις λευσῖνα.

δὲ λευσίς ἐστι λιμην της Ἀττικῆς. - Μελίτεια εἶδος και αὐτη βοτάνης τὸ κοινῶς λεγόμενον μελισσοβότανον - τοδε φύλλον ἔχει πλατω ώς φακός. h. 4. - Μελίτεια βοτάνη γλυκίζουσα, σισυμβρίω ἐμφερής. p. bVs. 26-28. Vet. Φευ νε υ προείρηται, ὁτι κωμικτη διασκευή Οὐκ-ουν κολούθως ψηται και κωμικοῖς αρμόζον και τραγικοῖς.

-υρῶτι παλύν ε ναι εὐρὼς κυρίως η πρασι νωδης μίχλη. - Εὐρῶτι Gen. ' παλύνεται μολύνεται, έ , υπkioευρῶτος λευκαίνεται πάλην γαρ ἔλεγον το λεπτότατον τουαλεύρου, παρ καὶ φάλιον λέγεται το λευκόπιεἰδυῖαν φάλιον ταῶρον. Aλλως Λευκαίνεται και μολύνεται τοίς πωτων εὐρώτων γινομένοις ἀλεύροις ἐν ἐσθίεσθαι τους καλά i5μους. - υ πο ἐπάξα το δεύτερον πρόσωπον του πρώτου μέσου ορίστου οἱ Συρακούσιοι δια του, προφερονται ἐνοήσω ἐνοήσα, γράψω γραφα ουτ καὶ το ἐπάξα αντὶ του ἐπήξω. Rec. υ νους φευμ ιγων, πορεύσονται καὶ αἱ βόες 20 εἰς λεθρον, ἐπει ἐπεθύμησας νίκης ει κακὸν ἀποβαινούσης

27 υτε αντὶ του μεί. . II. M. I ips.28 Ynkσκώληκος εἰς λεπτότατα τεμνεται. . . . . . . Lips. - Κονιορτω και βρωτίδι Κ. M. σκώληξ, μίχλη. . - ευκαίνεται. 4' πάττεται. M. μαυροὐται. . - Κατεσκευάσω. h. 25

to ἐπεὶ - ση εἰς κακον ἀποβαινουσης ἐπεθυμησας ἀπό σκωληκος εἰς λεπτότητα τεμνεται - ἐπήξω, κατε

244쪽

καὶ συριγξ ην ποτε ἐπηξ και κατεσκεύασας καλάμοις δηλονότι, υπὸ εὐρῶτος παλύνεται, γουν λεπτύνετm oeφθείρεται - γ γουνοις κακὸν ἀποβαίνουσαν ἐπεθυμ σEς νίκην νικῆσαι. .)5 s. 29. 30.

I ff. Ου Ἐνο γ' οὐ Νύμφας οὐκ ἐφθάρη φροίν. συριγξ οὐδε μεμόλυνται, μὰ τὰς Νύμφας ἐπει θων ἀπιὼν εἰς την υλυμπιάδα ιοὶ δῶρον αὐτqν κατέλιπεμ εοῦ ω

γα δυνατός ειμι μελωδειν. - Ποτι Πῖσαν η νυν λ νμ-i πία, η απῖ Πίσου του φαρέως, λαπῖ Πίσης της Ἐνδυμίωνος θυγατρός. - υλλως Π ῖσα τόπος εν λυμπία ἐνθα καὶ Πισαίου Λιός ερόν ἐστιν. Rec. Μελικτα δεό με λοειδὼς εργάζεσθαι, τραγωδητης μελίζω γαρ το τραγωδῶ.

φησὶν ὁ Θεόφραστος ἐρασθῆναι κριόν. ὁ δε Πυρρος 1χερραῖος Λέσβιος, μελῶν ποιητης. - Τ Πύρρω Uon' otis

245쪽

6υρρος ποιητης ν ρυθραιος, ως φησι Λυγκεύς. ἐγέ

νετο δὲ κατόπιν Φιλοξενου του διθυραμβοποιοί. . . . Cetiri Gon' illo. - Τάν τε Κρότωνα υλκίνοος καὶ Αρ των Φαίακος υιοί καὶ ὁ με ἐβασίλευσε τῶν Κερκυραίων, την ἐν Σικελία ἔκτισε Κρότωνα - καὶ ὁ ποτα ῶον 5το πρὸς νατολας της Κροτωνιάδος το δε Λακίνιον ἀκρώ-oειά τίς ἐστιν, χουσα ερόν φας - Αλλως. Aῶο ν εων, τὼ ἀνατολικόν - Καὶ ὁ ποτ ῶον Geny τὀ Λακί - νεον ακρωτηριον ἐστι τοὐτο από τινος Λακίνου Κερκυραίου του ποδεξαμένου Κρότωνα φεύγοντα. io Reo. υλλως. I ,ἀwJ K νυ μὲν τα Γλαύκας Gon.' καὶ ε μεν α της Γλαύκης μέλη νακρούομαι, εὐ δε τα του Πυορου. επὶ τῶν κρουστῶν ργάνων λέγεται λανακρούεσθαι ἐνταὐθα δε ανακρούομαι αντὶ του μέλπω πλῶς

Κρότων καὶ Ζάκυνθος η αὐτη τὸ δὲ εξῆς οὐτως , 5

επαινῶ την τε Κρότωνα και ὁ ποταῶον ὁ Λακίνιον. ὁ δεκαλ πόλις η Ζάκυνθος δια μου λέγεται μετὰ ἐπικρίσεως. τό ποταίον ποιητικῶς οὐτω λέγεται δεῖ γὰρ - προ εω λέγεσθαι, ν λ τὸ προ ανατολὰς τετραμμένον, η τὸ ωον χωρὶς τ' προθέσεως τὀ δε Λακίνιον ἀκρωτηριόν ἐστιν απύ 20

τινος Λακίνου νομασμένον. 3i IT Γλαύκας: μέλη - τὰ τραγωδηματα κεῖνα. . - Ἀναβάλλοιμι. D. αδω. M. P. - μέλη του Πυρρου. C. M. P. ἄσματα

32 υιδω. h. μνῶ και την Κρότωνα πόλιν. . - Ζάκυνθος:Jη Κρότων. P. ου ἐκτείνει ἐνταὐθα το ζ δια μέσου τοὐτο. 4.33 T προ ανατολάς. M. - Λακίνιον:J νομα ἀκρωτηρίου. Ε ἀκρωτηριον. ' M. - πυγμην ἀγωνιζόμενος. l. 2. 23. II. M.

246쪽

Pt. ιέφερεν η Κρότων των επὶ ταλίας πόλεων ευανδρία καὶ τι λοιπρ ευδαιμονία σαφες δε ἐκ τούτου και παροιμίαν ἐλθεῖwμάταια τἄλλα παρὰ Κρότωνα τἄστεα. Vs. 34 37. et 'Aπε πέκτας Αἴγων ὀγδώκοντα μόνος:ταλα υκ επὶ θωνι στόρηται, αλλ' ἐπι στυάνακτι τω Μιλησίω - Αἴγων ὀγδώκοντα μόνος L. Gen' εις Αἴγωνα μετήνεγκε τὰ περὶ του Μιλησίου αυτοὐ 'Aστυά-I νακτος στορουμενα φασὶ γαρ τοὐτον Ισθμια νικησαντα καὶ οἴκοι παραγενόμενον ἐκ της δίας γέλης οὐ μεγίστου λαβε-

σθαι βοὸς της χηλῆς καὶ μὴ ἀνεῖναι, εω o αὐρος ἐλευθερῶν το σῶμα πω βία, κατέλιπε δὲ την πλὴν ἐν τῆ χειρiαυτοῖ ὁπλὴν δὲ λέγει τὴν χηλήν. καὶ υσίοδος

15 ἴθ' υπερβάλλει βοὸς πλὴν ουτ απολείπει. - Το δὲ κατὰ δαίσατο αντὶ τοὐ κατέφαγε. ἐοικε διατὴν ἀδδηφαγίαν ὁ Μίλων τον θωνα ἐπ αθλησιν προτετρά-3 Ἐφαγε. Ips. - Ἀρτους ξηρους. M. φαμάσως, ἀπαξιμάdin.

Paroenaiogr. I p. 7b post proverbium ipsun auetetur Oxplicatio orι διέφερε ὁ Κρότων. .. ευδαιμονία.

247쪽

Doσε μάζα δὲ τ νεομάλακτον καὶ νεοφυρατον ψώμιον. Tvνεὶ καὶ τον ταυρον ἐκεῖ, φησίν, ὁ θων πι του Ἀακινίου καὶ τον ταυρον ἔδωκε τρυμαρυλλίδι, ἐνεγκὼν απότινος ρους καὶ περισπάσας της πλῆς καὶ αἱ παροῶσαι γυ

ναῖκες μεγάλως ἐβόησαν, καὶ ὁ βουκόλος γελασεν.

γὰο ρωμεν αυτω προ του θανεῖν - Ω χαριεσσ' μα- ουλλί ταντά φησιν ἀναμνησθεις του ρωτος τῆς μαρυλ 10λίδος. c. on' - ονας σέθεν ἔλλειπτικῶς. Ἐδει εἰπεῖν , τι ἐπι σοι ἀποθανουσε διετέλεσα αν ἐν λύπρ εἶναι νπαντός μου του ποιμνίου ἀπολωλότος - πισον αἶγες μιν

ι λα ι, λων ἀπέσβας ενταυθα σαφὴς αἰπόλος ων ὁ Βάττος, ον εἰκος ην ρῆν τῆς Ἀμαρυλλίδος, και ου Θεόκριτος. οφησὶ δὲ περαι πολικῶς οσον αἱ αεγες φίλαι μοι, τοσουτονημῆς λυπησας, μαρυλλι τελευτήσασα η τοσουτον καὶ συημεν ουσα προσφιλὴς ἀπέσβ ς, γουν ἀπέθανες. -υτως αν

νοηθείη καὶ ο κωμάζων προ αυτήν, τι ου - σὶν ὁ Θεό

37D Υψηλόν. Η Κ M. P. L. ips. μέγα. Ε. N. - νεβόγα θαυμάσασα τοὐτον Η. M. P. - Πλατυν ἐγελασε γέλωτα. l. 2. H. M.L,ips. λίαν ἐνεκάγχασεν. . b. 39 Ἐπιλησόμεθα αντι του ἐπιλwομαι. . . Usνη. - Προσφιλης

248쪽

σον, γουν τοσοὐτον. το δὲ πῆν ουτως οσον αἱ αἶγες ἐμοὶ προσφιλεῖς, τοσομον συ, φίλη ουσα δηλονότι ἀπέσβης, γουν ἐξέλιπες απέθανες. Vs. 40. A αῖ τῶ σκληρῶ ενεκα της καταπολυ κακωτικῆς μοίρας, τις με ἔλαχεν, γουν τις μοι ἀπεκληρώθη. 6. H. M. . Gon' 'Liips. Vs. l.

Vet. Θαρσεῖν χρη τοὐτο ὁ Κορυδων φησὶ παραμυ- 10 θουμενος το Βάττον, να μ' ἀθυμῆ ἐπὶ τ τελευτ τqς Ἀμαρυλλίδος.

Vs 42. Rec. νέλπιστοι δε θανόντες ἀνέλπιστον υκ ἐλπίζει τις λαβειν η κατορθῶσαι η τοιοὐτε τι ανέλπιστονι καὶ το ἐλπίδων στερημένον, καθλλεγεται ενταυθα τλανέλ

πιστοι.

249쪽

it. ον σαλλον ἡρώγοντι θαλλος πλῶς λεγεται τα το τεθηλός κυρίως δε ο της ἐλαίας βλαστός. - Ἀλ- λως. ον θαλλον τρώγοντι θαλλόν ἔλεγον οἱ αρχαῖοι πέει το τεθηλός. Ἀρχίλοχος δέ - ἔχουσα θαλλὸν μυρρίνης ἐτέρπετο καὶ πιμηρος θαλλόν- ἐρίφοισι φορῆναι. 'Aθηναio δε κατ εξοχην θαλλον την ἐλαίαν φασί. h. 3. 4. 5. Cnra Gon' Vtile. - α δυσσο α τα δυσδίωκτα ἀπο του οδυσκόλως σευεσθαι και ρμῆν δια το ιναι πτωχά. - δύω - δι ενος σώνt του δυσώδη ἀπο ουί το πνέω. 3.3 Σίτω λέπαργος - σίττα ἐπίφθεγμα βουκολικόν, οπε λέγουσιν οἱ βουκόλοι ομοίως καὶ το ψίττα. εἰώθασι δὲ λεγειν αυτο ι βουκόλοι διώκοντες τὰς βους. h. . . b

κόπλευρος. Ἀλλ' ο μεν ἀπο του λέπας ἔχειν και του αργόν, ε εστ λευκον ἔχειν τι δέρμα ως ηυμηρος τους κυνας ἀργους λέγει ἀντὶ του λευκάς, ταχεις κατὰ ἀντίφρασιπι Villi . ὁ δὲ ἀπο του λευκος εἶναι κατὰ την λαπάραν. 20 v. Θαλλος λέγεται δίως ο της ἐλαίας κλάδος θυρσος δε πλῶς ὁ παλος κλάδος. . . . Gon' uips. - ΑΥ- τα δυσκόλως σωζόμενα δια το εἶναι πτωχά. .

Plinu sequente Ionamate nillinerente.

κοντες . . Gon. - ἀποδιώκοντος

250쪽

H λεπαργος ὁ λευκὸς παρὰ τὸ χειν λεπας ἀργόν, γο σδέρμα λευκόν, Γ εἶναι λευκὸν κατὰ την λαπάραν.

IH Κυμαίθα ονομα βοὸς η αἰγὸς παρὰ, ν κώμυθα 5 η παρὰ το αἰθη καὶ το κόμη η τὰς κόμας αἰθὰς χουσα, τουτέστι ξανθάς ἐγκυμων. J

I ei. Ἱδ α πάλιν ἰδου πάλιν πρόσεισι τοι φυτοῖς. - Ἀδὰ ποθέρρει περισπαστέοw δεικτικῶς γάρ ποτε καιι βαρ-εται κατὰ το διάφορον. Gen. )Vs. 9. H. ἰω ν μοι ροικόν ἀντὶ του καμπυλον. και

Ἀρχίλοχος αλλά μοι οικός τις εῖ κατὰ κνημηνάδεἰν i5 ηγουν εἰ βάτιος περὶ κνημην. Gen'l λαγω βόλον δε

ξυλον, ω διαφευγοντες ι λαγωοὶ βάλλονται. 4 τι ράβδονουσαν ρθην πευχεται γενέσθαι καμπυλην, να- ἔγκυον Ουσαν βλάψι την βουν. Rec. Ροικόν τὸ καμπυλον γίνεται δὲ απωτος ροιῆς, 20 δένδρου τινός, τι οἱ από τούτου κλάδοι καμπυλο εισὶ καιοζους ἔχοντες πλείστους. . . 46 IΣίττ' ἄπιθι. . - Κυμαίθα: πυρρά. h. - Ἀπελθε

SEARCH

MENU NAVIGATION