장음표시 사용
291쪽
λίαν Πριάμοιο ' M. H. al. ητοι ἐκ τραχηλου φέροντος κόσμια υσεα. οι παλαιοι γὰρ, ἄταν ἔμελλον σφαγιάσαι τινα γυναῖκα ἐπιτάφου τινος, ἐκόσμουν αυτην δια Πυσέων κόσμων ὐσπερ νυ ηv. A. την νεάνιδα δεδεμένην ἐκ της ποτε χρυσοκοσμημένης. Fl. 33. SI 55. δειρῆς . του τραχελδυ. H. 6. a I. 56. 59. Gu. δειρὴ τοεμπροσθεν του τραχελδυ. λέγεται δε κυρίως ἐπι των αλόγων ζώων δια τὸ εκεῖθει ἐκδέρεσθαι. Gr. νασμω : ρεύματι. l. χύσει αῖματος μελανιεῖ. H. 57. τῆ ρύσει του μέλανος αδατος. M. Fl. Io. a I. πουν μέλαιναν οψιν εχοντι. Gr. μέλανι, σκοτεινω. τὸ ἐρυθρὸν μαλ- loλον πλησιάζει τω μέλανι η αὐρ ἱτωοῖν πωματι. Gu.
I 55. 162. Παράφρασις. οι ἐγὼ μελέα : φεῖ μελέα εἰμὶ ἐγὼ
δηλονοτι, τί αρα βοήσω οῦ ποίαν κραυγην, ποιον θρηνον ἰ δειλαία εἰμὶ δηλονότι ἔνεκα του αθλίου γήρως, ἔνεκα της δουλείας της ου φορητη ἄμοι μοι, τίς βοηθήσει ἐμοί; ποιον τέκνον, ποία πόλις ς αφανὴς ό isHρίαμος, ἀφανεῖς οι παιδες. I. οι ἐγὼ μελέα : φεῖ. οἴμοι και οι ἐμοι κοινον, οι ἐγώ μετ ευθείας
ποιητικόν. ταῖτα λέγουσιν ανθρωποι δυσφοροῖντες, ἔτι πλῆθος κακων
I 56. ἡχύ: ἀντὶ του βοήν: τινες δε περισπῶσι τὸ ἀχῶ, Π οποίαν ηχήσω βοήν. M. ἀχώ: θλίψιν. T. 59. φωνήν. Fl. i 7. βοήν. H. 6. II. τραγωδίαν. Fl. 56. ἡ περισπωμένως, ἀχῶ. Fl.
O. οδυρμον ζ κλαυθμόν. m. 17. ποίαν ἡῶν ηγουν βοὴν καιποῖον κλαυθμόν. Fl. 33. πουν θρῆνον. Gr. I 57. δειλαία δειλαίου '. λείπει τὸ ἔνεκα. ἐγὼ ἀθλία εἰμὶ Αεκατοῖ δυστυχοῖς γήρως. M. ἀθλια εἰμὶ ἀθλιου ἔνεκα. N. 6. a I. 56.59. 76. ἀθλία ειμἰ ἔνεκεν τοῖ δυστυχοῖς και ἀθλιου γήρωc. Fl. 3oi 7. ἡ ἄθλιος και ταλαίπωρος τοῖ δυστυχουμένου και ταλαιπώρου μου γήρως. Fl. 33. I 58. τλατας : φεῖ τῆς δουλείας ταύτης τῆς Ου τλητῆς ουδὲ φορητῆς. καρτερικῆς, ου φορητῆς. l. τῆς ἀνυποίστου. τῆς Ουχ
292쪽
s φορυτὸς δε ὁ συρφετὸς, ἡγουν ἡ πολλη ἀχρεία εἰς εν συνηγμένη. GRI 6o. ἀμύνη: ἡγουν βοηθήση. T. 6. 23. 56. 59. 76. ἀμυνει:ἡγουν βοηθήσει. Gr. βοηθεῖ. Gu. ἀμύνω το εκ κω και βοηθου
δοτικη, αμυνομαι τον ἐχθρόν μου αντι του κολάζω, ἀει αιτιατικῆ. εκ τούτου λέγεται και ἄμυνα ἐπι θηλυκοῖ, και ἀμυντ ρια ἐπλα, οἱον
i o ξιφος ἡ δόρυ ἡ τόξον ἡ ἄλλο τι τοιοῖτον. δι' ου ἀναστέλλομεν μηκ
θεω τὸν πολέμιον. Gr. μετὰ οριστικοῖ καὶ εὐκτικοῖ το τις καλόν
εστι. Gu. ποια γέννα : των τέκνων. Fl. I7. και γὰρ και τα πεντήκοντα
οὐδα εισιν. Fl. 2I. τις βοηθησει μοι - τίς ἀνταμειψεται τοῖς 1 , ἐδικηκότας; ποία γε-:ά. m. 33. ἡγουν ποιον τέκνον. γέννα ἡ ἐκ τῆς μήτρας ἔκπτωσις τοῖ ἐμβρύου καὶ το γεννηθέν. ουτω καιτόκος. Gr. ποία δε πόλις: ἀμύνη μοι δηλονότι. H. I7. 2I. I 62. φρουδος : αψανὴς, προ οδοῖ. T. 6. a I. 56. 59. 76. Gr. πρέσβυς . to γέρων ό Πρίαμος. Fl. I7. ἄφαντα, ἀβέβαια τα εμα ac πάντα, αφανης ό ἀνηρ, ηγουν ό Πρίαμος, οἱ παιδες. m. 33. I 63.-I 77. ποίαν, οδὸν δηλονότι, πορευθω ς ἡ ταύτην ἡ ἐκεινην :ποῖ δε εσω και ὁρμήσω ς ποῖ τις απὸ των θεων ἡ απὸ τω, δαιμόνων ἔσται βοηθός; ω Τρωάδες, αἱ ἀπαγγείλασαι κακὰ, ω I aeάδες, H ενεγκοῖσαι κακὰ πήματα, ωλέσατε και ἐφθείρατε ἐμὲ δηλονότι ' οὐδαμως
a 5 εστι μοι εν τω φωτι βίος θαυμστός. ω τλῆμον ποῖς, οδηγὸς γενου μοι τῆ γραία προς την των α γαλωτων σκηνήν. ω τέκνον, ω παῖ μητρὸς ἀθλιωτάτης, εξελθε απὸ των οἴκων, ἄκουε, ω τέκνον, τηνφωνὴν τῆς σῆς μητρὸς, ἴνα ἀκούσης οῖαν ἀγγελίαν ακούω περι τῆς σῆς ψυχῆς, ἔνεκα τῆς σῆς ζωῆς. I.
3o ποιαν : ποίαν οδὸν βοηθείας παραγίνομα. M. τοῖτο λέγειαποροῖσα τί ποιήσει, και τίνα λων βοηθὸν προς τα παρόντα ἐπικαλέσεται. Gu. I. ουτω δε χρὴ γράφειν ταλα τα κωλα καὶ τα ερῆς
293쪽
ώς διωρθώθη παρ' ηρῶν, ὼ εχη προς το μέτρον ορθῶς. l. ποίαν ζ εις ποίαν βοήθειαν παραγενήσομαι. H. 33. οδὸν δηλονότι. τουτο λέγουσιν εξαπορούμενοι και ἐν ἀφύκτοις ἔντες πράγμασιν ἄνθρωποι. Gr. I 6ι στείχω . aεύσω. m. 17. βαδίσω. H. 59. ἡγουν πορευθῶ. Gr. πορεύσομαι, ἐνεστὼς αντὶ του μέλλοντος. Gu. ιστέον sότι υποτακτικος ἐνεστὼς μέλλοντος καὶ ἐνεστῶτος σημασίαν εχει' το στείχω γὰρ ἐνεστὼς ων ενταῖθα μέλλοντα εμφαίνει' ό δε παρακε μενος καἰ αόριστος μέλλοντα μάνον. Gu. ἡσω : όρμήσω. -m, το - και πορευομαι, ό μέλλων ἡσω, και ψιλομαι, δμι δε το πέμπω δασύνεται. I. ησω : εις ποίαν βοηθειαν ι oόρμήσω. M. H. 2I. που πέμψω, Θουν εις τίνα ανθρωπον, πέμψωωστε βοηθησαί με. N. 59. ποῖ ἔλθω' πότε τις εκ των θεων βοηθήσει μοι. Fl. 33. ησω, ἡγουν πορευθῶ ὁρμήσω. Gr. ἴψι, ησω.
165. θεων ἡ δαιμόνων : θεους ἴφηλότερόν τι τάγμα πουντο των Is δαιμόνων' ον γὰρ λόγον ἔχουσιν οι ἡρωες προς τους λοιπους αν - πους, Μηλότεροί τινες δοκοῖντες καὶ ὐπερέχοντες, τον αυτὸν λόγον καὶ οἱ θεοι προς τους δαίμονας, ἴψηλότεροί τινες δοκοῖντες τούτων εἶναι. λέγοντα δε καταπηστικως θεοὶ καὶ οι δαίμονες. I. τολοδια τον Δια λέγει ουτος γὰρ μόνος ου λέγεται δαψών, ἀλλα θεός' eto οι δε ετεροι καὶ θεοὶ καὶ δαίρονες. Gr.
ἔστω' ἡ γὰρ αποστροφος, ῶς φασὶ, καὶ αντὶ δύο τίθεται φωνηέντων,
γός. Θουν βοηθὸς εσται δηλονότι. Gr asI66. κακά . δεινά. Fl. I7. ἐνεγκώῖσαιο -ομένουσα. T. I 7. ἡγουν διακομίσασαι. Gr. H. 76. ἀπαγγείλασαι, ἡ ἴπομείνασαι καὶ παθοῖσαι. Fl. Io. ενεγκα αντὶ τοῖ ἐκόμισα καὶ ἡνεγκα αντὶ τοῖ ἔμεινα. Gr. Τρωάδες : Τρως, ο κλίνεται Τρωὸς, καὶ Τρωαἰγλαῖκες. A καὶ Τρκάδες λάγονται καὶ Tρωάδες ποιητικῶς. I. 3O Τρωάδες : κόραι δηλονότι. Fl. I7. ω κακὰ πήματα καὶ βλάβας ἀπαγγείλασαί μοι, Τρωλαὶ γυναῖκες. m. 33. I 67. πήματα '. βλάβας. Gr. H. I7. a I. 56. 59. 168. ὐλέσατ': ἀπώλεσα αντὶ τοῖ ἔφθειρα και ἀντι τοῖ κοινως
294쪽
φορητὸς ἡ θαυμαστος και ἀποδεκτὸς ό βίος ἐι τῆ γῆ γωήσεται,
ἀλλ' ἐκ των ἐναντίων ἐπαχθής. Λ.M. 5 I69. αγαστός θαυμστος, ἡγουν οὐκέτι μαι το ζῆν περισπουδαστον. Fl. 6. Gu. θαυμαστος, ποθητὸς, ἀλλ' ἐκ των ἐναντιων. M. Fl. a I. ἡγουν θαυμαστός. Gr. ποθητός, ἀπιδεκτὸς, ζηλωτός.
Gu. φάει : ἡμέρα. m. 37. καὶ τω φωτι, τῆ γῆ. Fl. 2I. 59. καὶ ἀμφότερα μικρα γράψει ὁ κυριος Mάξιμος. οὐκ εἰς το μεταιο ταυτα ό βίος και ἡ διαγωγὴ ό ἐν τω φάει και τω φωτι ἡγουν τῆγῆ αγαστος και ποθεινὸς, ἡγουν ου θέλω ζῆν, ἀλλα θανεῖν. Fl. 59.ουδαμως μοι ὁ βίος ωροδεστος και φωτοφανὴς, ἀλλ' επαχθὴς και ἀπολεσμένος. m. 33. εν φάει '. φωτι. Gr. ἐν τῆ ἡμέρα. Gu.
I 7O. τλαμον ζ ω τλήμων πους. ἀπεχθής. M. ω ταλαίπωρε. Gr. is T. 59. 76. ἀθλια. H. I7. ενδον ἐβούλετο εισελθεῖν προς τὴν των αἰχμαλωτίδων σκηνήν. βούλεται γὰρ συντυχεῖν τῆ Πολυξένη και μηνῖσαι τον ἐσόμενον αυτῆ θάνατον. M. H. Io. αγησαι : κα--γησαι. M. ἡγουν ἡγεμόνευσον. Gr. T. 6. 2I. 56. 59. 76. οδηγὸς γενοῖ. Gr. υπούργησον. Fl. I7. ω τλῆμον, ἐλει , ἀθλία θύγα-ao τερ θανατοῖσαι ἡ μήνυσαί μοι τῆ γραία τα ἐπελθόντα σοι. m. 33. II 2. προς τάνδ' αὐλάν : προς τήνδε τὴν αυλ ν, ω παῖ τῆς ἀθλιωτάτης και ταλαιπωρου μητρός. Fl. 33. ἡ πρός και ἐπὶ ἐμψύχου και ἀψ γυ. ωσαύτως και ἡ εις. Gr. αὐλάν : ἐν , πάρεστιν ἡ
IΠολυξένη. Cant. Gu. 25 ω τέκνον, ω παῖ . ἐκ παραλλήλου το αυτό. λέγεται δὲ ἐκ παραλλήλου, ἴτε συνέλθωσι διάφοροι φωναὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας δηλωτικαί. Gr.
7 3. 'τερος ποιητικον, μητρος κοινον. ουτω και πατρος και
θυγατρός. Gr. ἔξελθ', ἔξελθ': εκ δευτέρου και τρίτου λέγεται 3oό αυτος λόγος, ἡ δί υπερβάλλουσαν χαρὰν, ώς εν τω ' ἐγκαίνια ἐγκαίνια,' ἡ δι' ὐπερβάλλουσιν λύπην, ἡ διὰ κατεπείγουσαν ἀνάγκην Gr. εξελθε ἐκ των οἴκων και ἄκουσον τῆς σῆς μητρος τὴν φωνὴν, τέκνον. m. 33. I75. εἰδῆς: μάθης. Fl. 6. 2I. 56. 69. 76. ἡγουν μάθης. Gr.
295쪽
ἀκούσης, αἴσθησις ἀντι αισθήσεως, ο και μετάληψις αἰσθ σεως λέ
176. οιαν : οιαν ἡκουσα φωνὴν ἡ φήμην περι τῆς σῆς ψυχῆς, ἡγουν περὶ του σου θανάτου. M. Fl. 2I. I 77. σῆς ψυχῆς: ψυχὴ λέξις ὁμώνυμος ο υσα σημαίνει τὴν ἐν 3τῶ ἀνθρώπω λογικὴν ψυχὴν και τὴν ἐν τοῖς ζώοις τοῖς ἀλόγοις καιτοῖς φυτοῖς, ετι δε τ ν ζωὴν, ώς ἐντάῖθα Κυριπίδης φησι, και αλλα-χου ἐπεὶ δε Τριια θ' 'Εκτορός τ' αατύλετο ψυχή ' ἡγουν ἡ ζωὴ και τὴν φύσιν, ώς παρὰ Σοφοκλει οστις τῆς εμῆς ψυχῆς γεγώς' ἡγουν τῆς εμῆς φύσεως. B. I. ψυχὰς : ζωῆς. Fl. 6. a I. 56. 59. 76. IoGr. καθως ἡκουσα λόγον περὶ τῆς ψυχῆς, ἡγουν περὶ του σου θανάτου. H. 33-ιώ : αντὶ τοῖ ἰου θρηνικον, ἡ οὐαι μῆτερ, τί βοας. Fl. 33.
νεον : παράδοξον. Gr. πρόσφατον, ο πρωην οὐκ ἐγινωσκομεν. Gu.I78.- I8O. ω μῆτερ, δια τί βοῆς, δια τί νεωστὶ κηρύξασα και is βοήσασα εκπτῆναι ἐποίησας, ἡτοι συντόμως ἐξελθεῖν ἐμὲ των οἴκων τωδε τω θάμβει και ταύτη τῆ ἐκπλήξει, ἔς και καθὰ ἔρνιν. I. I79. καρυξαύειπουσα. Fl. 59. βοήσασα. Gu. τί νεωστὶ κακον εἰσεληλυθος ἐκήρυξας ς A. I 8o. θάμβει : τω θαύματι καἰ τῆ ἐκπλήξει, oli κατασχεθεῖσαν χοίπό του σου λόγου πετασθῆναί es ἐποίησας. I. αντὶ τοῖ φοβεισθαι ποιεις. T. I 7. τω φόβα Gu. ἐξέπταξας : ἐκ των οἴκων ωσπερ ὀρνιν ἐξέπτηξάς με τούτω τω φόβω. ἡ καταπτῆξαι καὶ δειλιάσαι ἐποίησας. Λ.Μ. εφόβησας. H. 17. εδειλίασας. FLIO. τω τοιούτωφόβω εξέπτηξάς με καὶ καταπτῆξαι καὶ δειλιάσαι πεποίηκας. Fl. 33. as ἐξέπτηξας ἡ μαλλον συν φόβω ἐξέβαλες. ουτω λέγεται καὶ ἐπὶ τοῖἐναντιου ἴποπτήσσει αντὶ τοῖ συν φόβω κρύπτεται. Gr. πετασθῆναι ἐποίησας, ἐθρόησας, εφόβησας. Gu. IBI. ἰώ μοί μοι τέκνον : δια τί δυσφημος καὶ ἐλεεινολογεις ἐμὲ, λέγουσα δηλονότι ἐμοι κακὰ προοίμια. I. 3οιω μοι : ὀ λόγος τῆς Ἐκάβης ου προς τὴν ἐρώτησιν της Πολυ-
296쪽
ξένης, ἀλλα καθ' εαυτην κλαυθμος ἐστι δια την ὐπερβάλλουσαν λύπην. Gr. I 82. δυσφηροῖς : βοας. H. I7. τι με δύσφημα φθέγγη. M. FL 6. II. IO. τί με δύσφυδε και κακόφημα φθέγγη, και προ-5 οίμιά μοι κακὰ προλέγεις; T. 33. δυσφημῶ κυρίως το κακως λέγω, ἐνταὐθα δὲ αντι του λέγω άπλῶς' ουτω γὰρ συμβιβασθείη καλως. H. 59. φροίμια : προοίμια. M. GRI 83. αι αἶ: δυσφημω δηλονότι περὶ της σης ψυχης, ητοι ενεκα της σης λης. I. αἶ αἶ : ουαι Ουαὶ της σης ψυχης. H. 33. io i 34. ἐξαύδα : ἐξάγγελλε και φανερως λέγε, μη κρύψης ἐπὶ πολύ. I. μη κρύψης : ορα Lα. T. 6. I7. 2I. 56. 59. 76. εξειπε, λέξον, μη μοι κρύψης ἐπὶ πολυ, η ἐπιδηλωσον. m. 33. το μηροτα των ἄλλων χρόνων προστακτικως λέγεται, μη τύπτε, μετὰ δετου αορίστου ἰποτουσικῶς, μη τίφης αντὶ του μη τύψον, μετὰ δε
i5 των πληθυντικων του αορίστου προστακτικως. Gr.
I 85. δειμαίνω : φοβουμοι, ω μητερ, δια τι ἄρα ἀναστενάζεις. I. δειμαίνω δοικα. T. 6. a I. 56. 59. 76. φοβοῖροι, μητερ. m. 33-ao Ι 86. ἀναστένεις : στεγάζεις. H. I 7. 59. στένεις. Fl. 2I. τιδηποτε στενάζεις, ω τέκνον ἀθλίας μητρός. Fl. 33. πουν μεγάλως στενάζεις. Gr. ἐπειδη ἡ ἀνιά το ἐπάνω δηλοῖ, η ἐκ δευτέρου στενάζεις, ἐπωδη καὶ το ἐκ δευrέρου δηλοῖ η πρόθεσις. Gr. I 87. ω τέκνον : ω τέκνον μητρος ἀθλιας. I. μελέας : ἀθλιας.a5 Gr. ματαίας. Gu. I 88. τί το δ ἀγγέλλεις'. διὰ τί ἀγγέλλεις καὶ μηνύεις, ητοι λέγεις τόδε, τουτέστι τί ἐστι τόδε ο ἀγγέλλεις. I. τί το δ : τι ἐστι τόδε ε λέγεις. Fl. 17. τί ἐστι τόδε a ἀγγέλλεις και μηνύεις. Fl. 56. 59. 76. δια τί λέγεις τόδε. m. 6. δια τί φθέγγεις. fori. 21. τί δη ἄπιρ ἀγγέλλεις ἰ Fl. 33. ἀγγέλλεις ζ λέγεις. Gr. 189. σφάξαι σοῦ τὸ εξης, σφάξαι σε Πηλείδα γέννα. ο ἐστι
Πηλέως γενεῆ, αντὶ του Πηλεως παιδὶ 'Aχιλλει. πατρωνυμικον ἀντὶ πρωτοτύπου Πηλεως γέ I. M. τω Πηλεως παιδὶ 'Aχιλλεῖ, η ἀντὶ του Πηλεως, πατρωνυμκον ἀντὶ πρωτοτύπου. M. ἡ γέννα 3. φθεγγη I. φθέγγειά ceteri, ut lin. 29. Diuili oci by Cooste
297쪽
του Πηλείδου, ἡγουν ό υἱος του Ἀχιλλέως ό Νεοπτολεμος, κοινῆ
γνωμη των Ἀργείων συντείνει και σπεύδει σφάξαι σε προς τον τάφον του πατρος αυτου δηλονότι. ουτω συντακτέον, ἡ κοινὴ γνωμη των Ἀργείων συντείνει σφάξαι σε προς τον τυμβον του Πηλείδου, ἡγουν
του Ἀχιλλέως. B. Gu. I. το γέννα ἡ κλητι4ν διὰ τὴν Πολυξένην ονοητέον, αντὶ του ae θύγατερ, ἡ δοτιῆν προς το Πηλείδα. κρεῖττον δέ εστι το πρωτον. B. Gu. I. κοινά: ἡ κοι των Ἐλλ vara γνω συντείνει, ἡτοι προκρίνει του σφάξαι σε προς τον τάφον του Πηλείδου, δῆλον του Ἀχιλλέως, ος εστι του ΓΠηλέως γενεά. Fl. 33. I 9Ο. συντείνειοῦ συνέρχεται, ψοφωνεῖ. Gr. συντρέχει ἡ ἐπι-io σπευδει ἡ κοινὴ γνωμη των Ἀργείων συντείνει τῆ γέννα του Πηλείδα σφάξαι σε προς τυμβον. Gu. γνωμα . βουλή. ἀλλαχοῖ ἡ
προαίρεσις. οθεν καὶ ευγνωμων καὶ κακογνωμων. Gr. γνώρμα : αντὶ
του βουλή. M. γνωμη ό τρόπος, ό λογισμος καὶ ἡ ψῆφος. B. rec. I9 I. γέννα : τῆ γέννα. καὶ τῆ γενεῆ των Ἀργείων, ἡγουν τοῖς 15'Aργείοις, συντείνει καὶ συντρέχει γνωμη καὶ βουλὴ καὶ αἴρεσις κοινὴ, ἡγουν των Γλων, ωστε σφάξαι σε προς τον τυμβον καὶ τοντάψον του Ἀχιλλέως, δηλονότι του ΓIηλείδου καὶ του υἱοῖ του ΙΠηλέως' ἡ ἡ γέννα των Ἀργείων, πο- οι Ἀργῶῖοι, συντείνει καὶ συντρέχει ἐν κοινῆ γνωμη καὶ βουλῆ, λεγούση σφάξαι σε προς τον τύμ- a βιν του Πηλείδου Ἀχιλλέως. H. 59. ο Πυρρος. Fl. 2I. I92. οἴμοι, ματερ ἰ N. παῖ M. οἴμοι, ω μῆτερ, πως φθέγγη ἀμέγαρτα καὶ ἀφθόνητα των κακων - ἀφθόνητα διὰ το εἶναι λίαν κακά τοῖς γὰρ τοιουτοις οὐδεὶς φθονεῖ ἡνυσόν μοι, αντὶ του εἰπὲ, ω μῆτερ. I. 25 φθέγγη . λέγεις. Fl. 17. 56. 59. φθέγγομαι το λέγω, ἀποφθέγγομαι δὲ το βραχέα και συνεσταλμένα λέγω' ἄθεν καa αποφθέγματαοι βραχεῖς λόγοι, ως το οι πλείους κακοί ' B. reo. I93. ἀμέγαρτα : ἀφθώητα, οἷς Ουκ αν τις φθονησειε. λέγονται και ἀμέγαρτα τα μεγάλα, ἀπο του μη ἀγείρεσθαι. Cant. gυέλ-3o
298쪽
πιστά μαλι κακα. η ἄψθονα κακά μοι Drαγγέλλεις' τα γὰρ κακὰ οὐδεὶς φθονεῖ. Fl. 33. μέγιστα, ῶθεν και μέγαρα, τα ἔνδοξα οι ματα. Gr. ἀμέγαρτα κακων : ἀφθόνητα. ἐκ του α και μεγαίρω, ἄν ουκ ἄν τις τοῖς ἔχουσι φθονη διὰ το εἰναι κακά. B. Gu. τοῖς 5 γὰρ κακοῖς ουδεις ἐπίφθονος. Gu. μάνυσον . δ λωσον. H 6. I p. a I. 56. 59. 76. φανέρωσον. H. 17. λέγε μοι, λέγε μοι. Fl. 33. το μηνύειν παρὰ τοῖς ποιηταῖς ἀντι του άπλως λέγειν ἐστι, παρὰ δε τοῖς κοινοῖς το πέμπειν μεθ' ἐτέρου τινος πρός τινας λόγους περί τινος. και μηνυτης ο τούτοις i o διακομίζων, αλλὰ και ό πέμπων. εἰπέ. Gr. ἄγγειλον ταιτα τα κακά. Gu. I95. - παῖ: λέγω, παῖ, φημας δυσφημους, ητοι πράγματα κακην φημην και ἀγγελίαν ἔχοντα. ἀγγέλλουσιν ἐμοὶ κυρωθηναι τημφω των Ἀργείων ἔνεκα της σης λης. I. αυδῶ: λέγω. Fl. 6. i5 I7. 56. λέξω. H. a I. αιδη κυρίως επι μόνων ἀνθρωπων λέγεται. σύγκειται δε ἐκ του αυω το φωνω, και του δέω το δεσμενω, ἡ συνδεδεμένη και ἔναρθρος φωνη. Gu. δυσφημους φάμας '. ου καλὰς φη-μας ἐχούσας. T. I 7. ηγουν πράγματα ου καλην φημην ἔχοντα και λόγους. Fl. 6. 9. 21. 56. 59. 76.
et o I96. ἀγγέλλουσ : το εξης, ἀγγέλλουσί μοι δόξαι ταῖς των Αργείων ψηφοις δυσφημους φήμας περι της σης ψυχης, ἀντι του ἀπαγγέλλουσί μοι αἱ φημι περὶ της σης ψυχης δόξαν τη ψηφω των Ἐλλήνων, δηλονοτι ἀποθανεῖν. M. μηνυουσιν. Fl. 17. 56. δόξαι και βουλαι ἐκ των Ἐλλήνων ἀγγέλλουσί μοι. m. 33. δόξαι ψηφω :25 ηγο- ἐκκλησιάσαντες οι 'Aχαιοὶ κακὰ περι σου ἐψηφίσαντο. Gu. I. δόξαι : κυρωθῆναι. Gr.
I97. ψηφ3'. τῆ κρίσει, τῆ ἀποφάσει. Fl. 6. 9. II. 2I. 56. 59,
76. ψηφω καὶ κρίσει περὶ της σης ψυχης, ηγουν περι του σοῖθανάτου. Fl. 33. τὸ μοι σχετικόν. Gr. περισσόν. Gu. ψυχῆς:3oτης λης. Gr. οὐ περιποιήσασθαι, ἀλλ' ἀφανίσαι' ηρμοζε γὰρ εἰπεῖν μῆλλον περὶ του σου θανάτου. Gr. περί μοι ψυχὰς : περὶ του σου θανάτου. λείπει κρινασαι. M. 198 ω δεινὰ παθώῖσ : ω παθουσα δεινὰ και χαλεπὰ ω παντλη-
299쪽
μων και παναθλία, ω μῆτερ, ἔνεκα τῆς δυστήνου και ἀθλιας βιοτῆς και ζωῆς. I. J δεινὰ παθουσ : βαβα ι, φοβερὰ υπομένουσα, ὼ παναθλία, ελεινή.
Fl. 33. ω δυστυχεστάτη. m. IO. πολυπαθεστάτη. Gr. υπομει
ν σα. γραμματικον το ῆθος και ρητορικόν. Gu. δεινὸν το χαλεπὸν Sἀπὸ του δεος ό φόβος' δεινον το επιτήδειον ἀπὸ του δεον το πρεπον. B. rec. παντλάμων : τλήμων παρ' υμερω ὁ καρτερικός' τλήμονα θυμὸν εχοντες. παρὰ δε τοῖς τραγικοῖς τλήμων ἡ δυστυχες. B. rec. I99. δυστάνου ματερ βιοτὰς: πάλιν Ἀττικως λείπει τὸ ενεκα,
οῦ δυστυχὴς μῆτερ ενεκα τῆς ἀθλίας ζωῆς σου. A.M. ιο
και λίαν μεμισημενην, ἀρρήτην και αρρητον, ἡτοι πολλὴν και μεγάλην, επήγαγε σοι δαίμων τις. οὐδαμῶς εστι σοι ἡ παῖς ηδε. ἡγουνεγω. ουκετι δὴ συνδουλευσω ἡ ἀθλία τω γήρα, τω σω δηλονότι. I. οιαν, OLM. τίς εκ των θεων πάλιν σοι βλάβην μερο σημενην και 5εχθροτάτην και ἀνεκφραστον διήγειρεν Fl. 33. λωβαν: οι γράφον- τες λωβαν εχθίσταν' ἀγνοουσι τα μετρα. συ μαθὼν μὴ γράφετοιτο ' διμετρον γὰρ οφείλει εἰναι το xῶλον, ίς και τα λοιπά ' διὸ και εξεβλήθη παρ' εμοῖ. l. λωβαν: βλάβην. Gr. την εαυτῆς στερησιν λώβην καλεῖ ἀπὸ μεταφορῆς τῆς νόσου. Gr. εχθίστα c. a.
2ΟΙ. ἀρρήταν : μὴ δυναμενην ρηθῆναι. Fl. 1 7. μεγάλην. Gr.ῆν ου δυναται τις ειπεῖν διὰ τὸ μέγεθος, μὴ δυναμενην ρηθῆναι. Gu.
αρρητον τὸ μὴ δυνατὸν ρηθῆναι και τὸ μὴ ἄξιον ρηθῆναι, ρ ῶς ἀποτροπαῖον, ἡ ῶς αἰσχρὸν, ἡ ώς μυστηριῶδες. ἄρρητον ὐπερβολικῶς και 5το μεγα ἡ τὸ πολύ. B. reo.
300쪽
λευσω. M. Tae ταλαιπωρae γηρει, και ουκέτι συδουλευσω σοι ἐγὼ
συνδουλεύσω '. πουν συγκακοπαθήσω, ηγουν ουκέτι σοι εσομαι γηροτρόφος. Bar. 74. Gu. ουκέτι σοι συνδουλευσω, ου μη σοι 5 ἀποδώσω το κεχρεωστημένην τοῖς πατράσι περὶ των παιδων τιμην.
2O4. σκύμνον γάρ : σκύμνος το των λεόντων γένημα, μόσχος τοτων βοων, νεβρος το των ἐλάφων, ἀρνειος το των προβάτων. λέγει δεώντως, ῶς σκύμνον γὰρ και ώς Ουριθρέπτην μάσχον μει με, ω δει-i o λαία, την δειλαίαν αἰφν δίως ἀναρπασθεισαν της σης χειρος. και- ο τον σκότον της γης του Aιδου πεμπομένην ἀπολαιμότομον, πουν ἀποτετμημένν τον λωμόν. B. Gu. I. σκύμνον'. ώς σκύμνον. τα ίς ἀπο κοινοῖ. m. 6. 9. 2I. 56. 59. 76. σκύμνον λέγει διὰ το βασιλικον, διότι και ο λέων των ἄλλων ζέων βασιλεύει. m. 35 59. ωσπερ τινὰ σκύμνον η μόσχον ἐν ἔρει τρεφόμενον ἄψει με, ω δειλαία, την ταλαίπωρον ὐπαζομένην, καὶ λαιμοτόμον ἔψει' ΟΓ' ἴψει με - Αιδη πεμπομένην ου κοινω θανάτω, ἀλλα τω ξίφει θανατουμένην, και ἀποπεμπομένην εις τον της γης σκότον, κἀκεῖ μετὰ νεκρῶν ἀταλαιπωρητως κατοικησομαι. m. 33. ao ουριθρεπταν: Ουριθρέπταν μόσχην αντι του νεαν' το γὰρ μόσχ'vοι παλαιοι αντὶ του νεου παραλαμβάνουσιν. M. οψει γάρ με την μόσχον, ο εστι την νεαν, ἀπο πης σης χειρος ὐπαζομενην ωσπερ σκυμνον ἰν ἔρει τεθραμμενον. ἀπο κοινου δε το εισόψει με λαιμότομον πεμπομενην τα Aι , εις τον υπο γης σκότον, οῖον εισόψει es 25 ου κοινω θανάτω ἀποθνησκουσαι, ἀλλα τω δια σφαγης. A. M. 205. το μόσχον η προς et o δειλαίαν συναπτε, η προς το σκυμνον, ιν η λεοντωδη μόσχι,' εἶ. ε δὲ το μόσχον δια το νειν, σκυμνοι δε δια